Αλέξης Τσίπρας στην Die Zeit: Οι επιχειρήσεις έπρεπε να είχαν στηριχθεί νωρίτερα…

Την ανησυχία του ότι η τρέχουσα κρίση μπορεί να εξελιχθεί για την Ελλάδα σε μια κατάσταση οικονομικής ύφεσης των ετών 2012 με 2014 εκφράζει ο Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε ότι «δεν είμαστε αντιπολίτευση που μετράει τους νεκρούς και σε κάθε ευκαιρία υψώνει το δάχτυλο και ζητά εκλογές όπως ήταν η Νέα Δημοκρατία», επισημαίνοντας ότι «υποστηρίξαμε την κυβέρνηση στην ταχεία εφαρμογή των μέτρων απαγόρευσης κυκλοφορίας και στην προστασία του συστήματος υγείας», «αλλά θα είμαστε αυστηροί κριτές στα θέματα της οικονομίας».

Ερωτηθείς σχετικά με την αντίδραση της κυβέρνησης στην κρίση, ανέφερε ότι δεν αντιμετωπίζει εγκαίρως και στο βαθμό που είναι απαραίτητο τις οικονομικές συνέπειες και αυτό σε μια κατάσταση στην οποία «είμαστε πιθανώς η μόνη ελληνική κυβέρνηση που αφήσαμε στους διαδόχους μας γεμάτα ταμεία».

Τόνισε ότι «υπήρχε ρευστότητα πάνω από 20 δισεκατομμυρίων ευρώ» και «οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να είχαν υποστηριχθεί πολύ νωρίτερα για να αποφευχθεί η έκρηξη της ανεργίας».

«Αντιμετωπίσαμε καλά την πανδημία, αλλά οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης θα είναι πολύ πιο σοβαρές», σημείωσε.

Ο κ. Τσίπρας υποστηρίζει ότι ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής σήμερα «η πρόσβαση των εταιρειών σε δανεισμό και ρευστότητα είναι επίσης δύσκολη, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες ή οι αγρότες δεν υποστηρίζονται καθόλου». Εξέφρασε δε τον φόβο πως έρχεται «ένα μεγάλο κύμα πτωχεύσεων το φθινόπωρο».

Σχετικά με το πακέτο των 750 δισ. της ΕΕ, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης απάντησε ότι μπορεί να μην είναι το ποσό αυτό το ίδιο υψηλό με αυτό που το κοινοβούλιο της ΕΕ είχε εισηγηθεί, ωστόσο «το σχέδιο περιέχει πολλά σημεία που διασφαλίζουν την πολιτική αλληλεγγύη στην Ευρώπη», ενώ προσθέτει πως «προβλέπει μια πιο δίκαιη κατανομή της βοήθειας και των βαρών – σύμφωνα με τις δυνατότητες και τις ανάγκες των χωρών-μελών».

Σε διευκρινιστική ερώτηση για το τι εννοεί «δίκαιη κατανομή», μεταξύ άλλων απάντησε: «Πάνω απ ‘όλα, τα κονδύλια πρέπει να κατανέμονται με διαφάνεια και με τεχνική εμπειρία. Έχουμε πολύ κακές εμπειρίες στην Ελλάδα από συντηρητικές κυβερνήσεις που χρησιμοποίησαν με στρεβλό τρόπο τα ευρωπαϊκά κονδύλια».

Σε παρατήρηση του δημοσιογράφου ότι τώρα στην ΕΕ μπορούμε να ξοδεύουμε γενναιόδωρα γιατί έχουμε εξοικονομήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σχολίασε: «Βλέπετε, αυτό μας διαφοροποιεί. Εσείς στη Γερμανία θεωρείτε ότι η λιτότητα είναι ιδιαίτερα συνετή. Αλλά μπορώ να σας αποδείξω το αντίθετο».

Συνεχίζοντας σημείωσε ότι «η πολιτική λιτότητας δημιουργεί μεγάλες ανισότητες και αντιφάσεις και τελικά δημιουργεί μόνο έναν φαύλο κύκλο ύφεσης. Πνίγει την οικονομία αντί να την ενισχύσει».

Είπε ότι θεωρεί τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς συνετούς, ότι δεν είναι οπαδός των ελλειμμάτων «που άφησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις στην Ελλάδα» και πως η κυβέρνησή του «έβγαλε τη χώρα από αυτά τα ελλείμματα και την έφερε σε έναν σωστό δρόμο».

«Αλλά αν δεν ήμασταν υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε αυτή την ακραία πολιτική λιτότητας, θα είχαμε βγει από την κρίση πολύ νωρίτερα. Απαιτείται επομένως μια δημοσιονομική πολιτική και μεταρρυθμίσεις με προοπτική ανάπτυξης και πράσινης αλλαγής», τόνισε.

Επισήμανε ότι «η τρόικα έκανε πολύ σοβαρά λάθη, τα οποία εκ των υστέρων αναγνώρισε και που όμως χρειάστηκε να τα πληρώσει ο ελληνικός λαός», προσθέτοντας ότι η Καγκελάριος Μέρκελ γνωρίζει γι’ αυτά τα λάθη και έχει εμπειρία σε μεγάλες κρίσεις.

Συγκρίνοντας την αντίδραση της Γερμανίας κατά την προηγούμενη κρίση και την παρούσα, ανέφερε ότι «η κ. Μέρκελ και ολόκληρος ο μηχανισμός της Καγκελαρίας και τα θεσμικά όργανα πίσω από τις αποφάσεις της, γνωρίζουν πολύ καλά ότι τώρα αντιμετωπίζουμε έναν συστημικό κίνδυνο και η κατάσταση είναι διαφορετική».

Είπε πως κατά την προηγούμενη κρίση ήταν γνωστό ότι η Ελλάδα, αντιπροσωπεύει μόνο το 1,5% της συνολικής ευρωπαϊκής οικονομικής παραγωγής «και ορισμένοι εξαιρετικά συντηρητικοί πολιτικοί ήθελαν να την τιμωρήσουν με σκοπό να καταστεί παράδειγμα προς αποφυγή για άλλους».

Ως εκ τούτου ανέφερε ότι «εάν δεν δείξουμε αλληλεγγύη σήμερα, οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις στην Ιταλία, αλλά και στη Γαλλία, θα ενισχυθούν περαιτέρω και τα ακροδεξιά κόμματα θα ανέβουν στην εξουσία».

«Πρέπει επιτέλους οι κυβερνήσεις του Βορρά να εξηγήσουν στις κοινωνίες τους πόσο επωφελούνται από την ΕΕ», σημείωσε.

Αναφερόμενος στον τουρισμό ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι οι απώλειες θα είναι τεράστιες «αλλά η Ελλάδα είναι ένας ασφαλής ταξιδιωτικός προορισμός», αν και «υπάρχουν κίνδυνοι, γι ‘αυτό όλα πρέπει τώρα να γίνουν με τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας».

Σε ερώτηση για την κλιμάκωση των προβλημάτων με την Τουρκία, είπε πως παρά τα βήματα που έγιναν όταν ο ίδιος ήταν πρωθυπουργός «είναι σαφές ότι η Τουρκία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος είναι ολοένα και πιο επιθετική σε όλα τα μέτωπα».

Είπε ειδικότερα επ’ αυτού ότι «πέραν των θεμάτων που άπτονται ζητημάτων δημοκρατίας, το βλέπουμε στην εργαλειοποίηση του ζητήματος των προσφύγων στα ελληνοτουρκικά σύνορα, στις υπερπτήσεις των μαχητικών πάνω από νησιά όπως η Λέσβος και η Ρόδος, στην ανακοίνωση των διερευνητικών εργασιών στην θαλάσσια περιοχή πάνω από την υφαλοκρηπίδα της Κρήτης και στο παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο στο οποίο προχώρησαν τα δυο μέρη».

Ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε ότι «η Τουρκία πρέπει να κατανοήσει πως μονομερείς επιθετικές ενέργειες είναι ενάντια στα συμφέροντα της, τα οποία μπορεί να εξασφαλίσει μόνο σε μία βάση, αυτή του διεθνούς δικαίου».

Αναφορικά με τη στάση της Γερμανίας σε αυτό το θέμα, δεδομένου ότι αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΕ, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε ότι «η Γερμανία πρέπει να επωφεληθεί του δεύτερου εξαμήνου της Ευρωπαϊκής Προεδρίας με στόχο έναν πολύ πιο ουσιαστικό ευρωτουρκικό διάλογο».

«Όπως κάνουν και οι ΗΠΑ», συνέχισε, «η ΕΕ πρέπει να βάλει στο τραπέζι κυρώσεις εάν η Τουρκία συνεχίσει να μην σέβεται το διεθνές δίκαιο, αλλά και την θετική προοπτική αναθεώρησης της τελωνειακής ένωσης. Η Ελλάδα οφείλει να πρωτοστατήσει σε αυτή τη διαδικασία».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ