Ενθαρρυντικές οι ενδείξεις για τους πάσχοντες από καρκίνο του πνεύμονα

Οι πιθανότητες επιβίωσης βελτιώνονται σημαντικά για πάσχοντες από καρκίνο του πνεύμονα, αν μαζί με τη συνηθισμένη χημειοθεραπεία λάβουν ένα φάρμακο, το οποίο ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα. 

Το σκεύασμα Keytruda της Merck είναι μία από τις θεραπείες που βοηθούν πάσχοντες από καρκίνο στον πνεύμονα να ζήσουν περισσότερο.
 
Για την ακρίβεια, η θνησιμότητα μειώνεται κατά 51% όταν ένας ασθενής λάβει το σκεύασμα Keytruda σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία αντί να υποβληθεί μόνο σε χημειοθεραπεία. Αυτό δείχνει μεγάλη έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από τη φαρμακοβιομηχανία Merck, που είχε ως αποτέλεσμα η μετοχή της εταιρείας να ανεβεί κατά 2,4%.

Τα ευρήματα θα πρέπει να αλλάξουν άμεσα τις τρέχουσες ιατρικές πρακτικές. Ασθενείς με μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (NSCLC) θα πρέπει να λάβουν το φάρμακο, που αποκαλείται και ανοσοθεραπεία, το ταχύτερο δυνατόν αφότου γίνει η διάγνωση. «Αυτό σημαίνει ότι πλέον η χημειοθεραπεία μόνη της δεν θα πρέπει να είναι η συνήθης θεραπεία», σχολίασε η δρ Λίνα Γκάντι, επικεφαλής της μελέτης.

Πρόκειται για ένα ακόμη μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της ανοσοθεραπείας, που κερδίζει διαρκώς έδαφος στη μάχη κατά μιας σειράς καρκίνων. Συνολικά τέσσερα σκευάσματα ανοσοθεραπείας για τον καρκίνο έχουν εγκριθεί. Τα φάρμακα αυτά ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα του ίδιου του ασθενούς προκειμένου να εξουδετερώσει τα καρκινικά κύτταρα.

Το κόστος ανέρχεται σε 100.000 δολ. ετησίως και τα σκευάσματα είναι πιθανό να έχουν σοβαρές παρενέργειες. Γι’ αυτό λειτουργούν μόνο σε ορισμένους ασθενείς, σε γενικές γραμμές σε λιγότερο από τους μισούς.

 
Οταν, όμως, λειτουργούν η ανταπόκριση μπορεί να είναι μακροπρόθεσμη και οι ερευνητές βιάζονται να συνδυάσουν θεραπείες για να βελτιώσουν την επίδρασή τους και να αποφανθούν ποιος συνδυασμός είναι ιδανικός για κάθε ασθενή.

«Αντιμετωπίζω περιπτώσεις ασθενών με καρκίνο στον πνεύμονα 25 χρόνια τώρα και δεν έχω δει τέτοια αλλαγή σαν κι αυτήν που συντελέστηκε με την ανοσοθεραπεία», σχολίασε ο δρ Ρόι Χέρμποστ, επικεφαλής του τμήματος Ιατρικής Ογκολογίας στο Αντικαρκινικό Κέντρο του Γέιλ, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα.