Βιβλιοκριτική: “Πολυφίλητη” του Νίκου Ψιλάκη

Βιβλιοκριτική του Γιώργου Δρακωνάκη

ΠΟΛΥΦΙΛΗΤΗ: Μια μικρή περιδιάβαση

Ώρα καλή σου, ανάσα της ψυχής,
ανοίξαμε τον κόρφο μας,
ἐλα να μπεις, έλα να πιεις
από τον πόθο μας…..

(Γιώργος Σεφέρης, Αγιάναπα Β΄)

…ανάλαφρη ανάσα της ψυχής στάθηκε τούτες τις μέρες της Ξηρασίας το νέο βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη «Πολυφίλητη».

Σαν «ήλιος αψύς, αράθυμος, μ΄ ανάρια σύννεφα» καθηλώνει τον αναγνώστη. Το διάβασα σε τρία μόλις βράδια, κάθε φορά απνευστί, και το καταχάρηκα. Σουλάτσαρα μαζί του στα καστρινά μουράγια, κοντοστάθηκα στους έρημους ταρσανάδες του Μεγάλου Κάστρου και χάθηκα στις φτωχογειτονιές του Χαντάκου [σελίδες 11 και 446 του βιβλίου – τι γοητευτική γενική κι αυτή (του Χαντάκου!) αναστημένη από παλιά γραφή κάποιου καλόγερου στο πρώτο φύλλο Ευαγγελίου το 1647 και ζωντανεμένη ξανά, το 1669, στη βενετσιάνικη διαθήκη του γέρο Λορέντζου διά χειρός του στειακού Αγουστή του Νοδάρου].

Κι ύστερα περπάτησα στον πιο ξακουστό δρόμο της πόλης, τη Ρούγα Μαΐστρα, στον πιο πλατύ, τη Στράτα Λάργκα, ξαπόστασα για λίγο στα σκαλοπάτια του Αγίου Σαλβαδόρου, όπου η Φραντζέσκα απόθεσε το νιογέννητο κοριτσάκι της και έπειτα αναζήτησα την Αγία Θεοδοσώ των Ποβέρων (των Φτωχών) και τον Άγιο Ρόκκο.

Άκουσα τον μοσκοκούζουλο σαλεμένο Προφήτη να εκσφενδονίζει επί δικαίων και αδίκων τις απειλές και τις κατάρες του, τα απανωτά Ουαί (αλίμονο). Χάθηκα τέλος μέσα στα αμυγδαλωτά μάτια της πρωτοηρωίδας Φραντζέσκας «τις δυο μικρές ακύμαντες θάλασσες» (κατά το συγγραφέα), η οποία σεργιάνιζε ανάμεσα στο αρχοντολόι και τη φτωχολογιά της πολιορκημένης καστροπολιτείας, ίσαμε να φτάσουμε μαζί, είκοσι τρία χρόνια και κάποιους μήνες αργότερα, πρόσφυγες στη μακρινή Βενετιά.

Από την πληθώρα των πλουσίων αυτών εμπειριών επιθυμώ να ξεχωρίσω τρεις-τέσσερις σταθμούς του υπέροχου αυτού ταξιδιού στη μεθόριο ιστορίας και πραγματικότητας.

Η επιφάνεια: Η Φραντζέσκα

Η Φραντζέσκα, ένα αποπλανημένο πεντάρφανο κοριτσόπουλο- μωρομάνα ξεκινά κυνηγημένη από το χωριό της, το Στροβίλι, με το νόθο βρέφος της στην αγκαλιά και μόλις που προλαβαίνει να κλειστεί στο Μεγάλο Κάστρο, λίγο πριν ξεκινήσει η πολύχρονη πολιορκία του από τις οθωμανικές ορδές (άνοιξη του 1647).

Την επόμενη μέρα παρατά το βρέφος της στα σκαλιά του Αγίου Σαλβαδόρου και πασχίζει να επιβιώσει είκοσι τρία χρόνια κλεισμένη σε μια πόλη ερειπιώνα, κρύβεται στα χαλάσματα, γίνεται βυζάστρα ενός ορφανού κοριτσιού και καταλήγει τα περισσότερα χρόνια της πολιορκίας σ΄ ένα παρατημένο παλιό αρχοντικό στην άκρη της πόλης. Συνδέεται στενά με δυο κυρίως πρόσωπα, το χρυσοχόο Μανέα και το γραμματικό Αγουστή από τη Σητεία.

Η ζωή της ξετυλίγεται με εναλλαγές ελπίδων και απειλών, με αγωνιώδη αναζήτηση της χαμένης της κόρης και με το κυνηγητό της από τις Αρχές για δυο φονικά που δε διέπραξε. Μα προπαντός με αγιάτρευτη νοσταλγία για το μεγάλο της έρωτα, το Γερώνυμο. Προς το τέλος της πολιορκίας φανερώνονται και εξηγούνται τα μεγάλα μυστικά της. Η πόλη παραδίδεται στους Αγαρηνούς (1669). Μια γαλέρα μεταφέρει τη Φραντζέσκα, την ψυχοκόρη-κόρη της Εργινούσα και τους άλλους Καστρινούς, πρόσφυγες πια, στη Βενετιά.

Το βάθος: Η πόλη

Ουσιαστική πρωταγωνίστρια όμως είναι η πόλη της μνήμης, ο Χάντακας, και οι μακροχρόνια πολιορκούμενοι Καστρινοί. Εκεί μέσα η ζωή συνεχίζεται πλανταγμένη. Παιδιά γεννιούνται, νέοι και μεγαλύτεροι παντρεύονται και πεθαίνουν, έρωτες πυρπολούν μικρούς και μεγάλους.

Εκεί μπερδεύονται τα «Κύριε ελέησον» των Ορθοδόξων Κρητικών με τα «Ave Maria» των Λατίνων και με τις αργόσυρτες ανατολίτικες μελωδίες των Μουσουλμάνων πολιορκητών, χαράσσοντας μια λεπτή απροσδιόριστη γραμμή ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.

Ολοζώντανες ξεπηδούν από την πένα του συγγραφέα οι εικόνες και οι σκηνές της συμφοράς. Η ομορφιά της Άνοιξης, οι εναλλαγές των εποχών, για είκοσι τρία τέρμινα, και η ζωή με τις μικροχαρές της εναλλάσσονται μέσα στα χαλάσματα με τις κλαγγές των όπλων, τις μπομπάρδες, τα ποδοβολητά, τη χλαλοή και τις οιμωγές.

Μια κατακόκκινη παπαρούνα – πολύ μακρινή αναφορά στη «Ζωή εν Τάφω» του Μυριβήλη – και μια αμυγδαλιά ολάνθιστη δίνουν στιγμές στιγμές αισιόδοξο τόνο στο παγερό τοπίο.

Τα μωρά του 1647 γίνονται ντελικάτα παλικάρια και δροσερές κόρες της ύστερης εφηβείας· μίση, πάθη, μηχανορραφίες, μικρές και μεγάλες στιγμές ανθρώπων που απόμειναν φαντάσματα, παρελαύνουν. Μέσα οι Βενετσιάνοι και οι πολιορκημένοι Κρητικοί, έξω οι υπερφίαλοι Αγαρηνοί και μέσα κι έξω παραμονεύει απειλητικός ο Μαύρος Θάνατος, η φοβερή πανούκλα.

Η μια πολιορκία μέσα (και έξω) στην άλλη. Ακριβέστατος και εξαιρετικά εύστοχος ο εστιασμός και ο σχολιασμός του συγγραφέα.

Τρεις τεχνικές: Υπαινιγμοί, αντιθέσεις και κρεσέντο

1. Ο ασαφής και διφορούμενος υπαινικτικός λόγος αποτελεί ίσως την κύρια τεχνική του κειμένου. Ο ίδιος ο τίτλος Πολυφίλητη – χωρίς άρθρο, έξοχο εύρημα του συγγραφέα – εντυπωσιάζει και προβληματίζει.

Ποια να΄ ναι άραγε η Πολυφίλητη; Ο νους πηγαίνει αρχικά στη Φραντζέσκα, άφθαρτη, σκόπιμα «τυλιγμένη σε μια παράξενη θαμπάδα». Ποια άλλη μπορεί να είναι; Το Μεγάλο Κάστρο, το μεγάλο Νησί μας, η πατρίδα γενικά, η μάνα, η χαμένη έκθετη κόρη; Μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, προς το τέλος του έργου – αν ξεκαθαρίζει τελικά – ο αναγνώστης συνεχώς αγωνιά, πλανάται μετέωρος.

Το έκθετο στα σκαλιά του Αγίου Σαλβαδόρου κοριτσάκι τι απέγινε; Τι σχέση έχει με την ψυχοκόρη Εργινούσα; Ο μεγάλος έρωτας, ο Γερώνυμος, πού κατέληξε; Κυνηγά ακόμα τη γαλέρα της Φραντζέσκας, προσπαθεί να την προφτάσει, την πρόφτασε, έσμιξε με τη Φραντζέσκα ή κολυμπά ακόμα προς αυτήν με μεγάλες απλωτές, σύμβολο παντοτινό της ανεκπλήρωτης μεγάλης αγάπης;

2. Απανωτές αντιθέσεις υποδηλώνουν και τη μεγάλη μαεστρία του συγγραφέα. Η φύση άλλοτε αναμετριέται κι άλλοτε συμπάσχει με τους πρωταγωνιστές. Ο Λατίνος αντιμάχεται τον Αγαρηνό, ο Αγαρηνός το Λατίνο, ο Κρητικός το Λατίνο και τον Αγαρηνό, ο Τραμουντάνας τον Κουρνόποδα, οι κοινωνικές τάξεις του Κάστρου παλεύουν η μια με την άλλη, τα γλυκονανουρίσματα αντιπαραθέτονται με τα κλάματα και τα μοιρολόγια, ο θάνατος με τη ζωή, οι ειρηνικοί πρόσφυγες στη Βενετιά κουβαλούν την πολιορκία στο βλέμμα τους. Και η Φραντζέσκα τέλος βρίσκεται ανάερη σε δυο κόσμους, παρούσα και απούσα μαζί (σελίδα 459).

3. Η μαστοριά του συγγραφέα καταφαίνεται και από το κρεσέντο της αφήγησης, τη σταδιακή αύξηση της έντασης. Στην αρχή ο ρυθμός είναι αργόσυρτος, νωχελικός. Καθώς όμως εξελίσσεται η δράση, γίνεται κανονικός, έπειτα η ένταση δυναμώνει, η εναλλαγή των κινήσεων γίνεται πιο έντονη, προχωρά στη συνέχεια με μεγάλες δρασκελιές και κορυφώνεται με την εκπληκτική περιγραφή της αναχώρησης των προσφύγων.

Δεν ξέρω πώς αλλά μου θυμίζουν έντονα τις θλιβερές σκηνές από την πανωλεθρία και την αποχώρηση των Αθηναίων από τη Σικελία, όπως τα περιγράφει ο Θουκυδίδης στην ιστορία του.

Στα δυο τελευταία κεφάλαια (23ο και 24ο ) οι ενότητες μικραίνουν, χωρίζονται σε ακόμα μικρότερα τμήματα, οι φράσεις γίνονται μικρές, κοφτές, ριγηλές, πλεονάζουν τα ασύνδετα σχήματα. Και οι Καστρινοί – πρόσφυγες πια – γίνονται ένα θλιβερό κουβάρι, μπλέκονται στις γαλέρες και στις βάρκες του λιμανιού, καθώς ο Λορέντζος όρθιος πάνω στη γαλέρα υπαγορεύει τη διαθήκη του εις επήκοον όλων και οι δυο ερωτευμένοι, Φραντζέσκα και Γερώνυμος, καρφώνουν το βλέμμα ο ένας στον άλλο, σιγαλό άνοιγμα και ποθητό άγγιγμα της αγάπης, και έπειτα ξανοίγονται απελπισμένοι στο άδηλο μέλλον που παραμονεύει απειλητικό.

Ένα μορφικό στοιχείο: Η γλώσσα

Ένα από τα μεγάλα ατού του κειμένου είναι η γλώσσα. Ρέουσα, ολοζώντανη, παλλόμενη, πολύχρωμη και πολύσημη αντλείται από όλα τα στρώματα του πλούσιου μεταλλείου του συγγραφέα.

Μικρό στρώμα λέξεων που ξεπηδούν από τα τρίσβαθα των αιώνων (άπεφθος, αχλύς, έαρ, ζόφος, ληνός, σελαγίζω, ακόμη και τον ελλέβορο, αρχαιοελληνικό βότανο για τη θεραπεία της παραφροσύνης, ενσωμάτωσε)· αρκετές κρατούν από το Μεσαίωνα (ανθιβόλιο, σαϊτευτής, πέρπυρα: υπέρπυρα, νομίσματα που κόπηκαν από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου!)· πάμπολλες βενετσιάνικες, μερικές από αυτές εξελληνισμένες ως προς την κατάληξη (αρμάδα, βιλλάνος, ματζαδούρα, μεντιτσίνα, πόβερος)· παρά πολλές του κρητικού ιδιώματος (βρουβολογώ, ξινόχοντρος, τρουλάφτης, φινόκαλα).

Μα το πιο χαρακτηριστικό στρώμα εντοπίζεται σε πανέμορφες νεοελληνικές λέξεις και φράσεις που υποδηλώνουν τη βαριά γλωσσική αρματωσιά του συγγραφέα (γητευτής του ξύλου, ηλιοποτισμένα λουλούδια, λαμπυρίζουν οι δροσοσταλίδες, ολόγιομο φεγγάρι – εκπληκτική μεταφορά για το ρόγδι – αφροκυματούσες τούφες, της πλανεμένης ερωτιάς τα μιτόχτενα, φτωχοπούλι). Τέλος στη σελίδα 257 ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από τη φράση «Έλα ν΄ αγγίξεις ένα ψιχάλι Θεό!»· αναφέρεται στο θαύμα μιας μισοξεραμένης ανθισμένης λεμονιάς με λίγα νιούτσικα φύλλα.

Ιδιαίτερα φειδωλός και επιμελώς προσεκτικός είναι ο συγγραφέας όσον αφορά τη χρήση τουρκικών λέξεων που μόλις είχαν αρχίσει να παρεισφρέουν και να θρονιάζονται στο φέροντα οργανισμό της κρητικής διαλέκτου, μια περιπέτεια που βάσταξε κοντά δυόμισυ αιώνες ίσαμε την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στη σελίδα 402 μάλιστα αναφέρει συγκεντρωτικά τις πρώτες – σημαδιακές – τουρκικές λέξεις (παζάρι, τσαρσί, μπεζεστένι, μπαξίσι, μπεντένια) προσαρμοσμένες στο γλωσσικό και νοηματικό περιβάλλον του βιβλίου με έντονη σημειολογική απόχρωση.

Επιβάλλεται να γίνει λόγος και για τα εντυπωσιακά κύρια ονόματα ή παρατσούκλια που συνήθως σχετίζονται με την καταγωγή, το επάγγελμα ή την προσωπικότητα των ηρώων του (Αμπράμος, Αρωγαλίδα, Βουτικλάρης, Καλοσυνάς, Καπρής, Κουλουμούντρας, Πελεγρίνα, Τραμουντάνας).

Εντυπωσιάζουν τέλος τα αριθμητικά συνδυό, συντρείς, συντέσσερις, (σελίδα 81), (διανεμητικά αριθμητικά τα λένε οι Γραμματικοί) που τα συναντάμε σπανιότατα από την αρχαιότητα κιόλας (οι συνείκοσι π.χ. στην Οδύσσεια του Ομήρου) και προσαρμόζονται έξοχα στο πνεύμα του κειμένου.

Τέλος, το όνομα της κεντρικής ηρωίδας Φραντζέσκας παραπέμπει, πιστεύω, κατευθείαν στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, το Φτωχούλη του Θεού του Καζαντζάκη.

Μια – όχι τελική – αποτίμηση

1. Δυο κορυφαίες, όπως πιστεύω, στιγμές του βιβλίου. Η πρώτη (σελίδες 28-33)· η πάλη του Γερώνυμου με τον Κουρνόποδα, θαμπή ίσως ανάμνηση (κρυπτομνησία;) της μονομαχίας του Κρητικού με τον Καραμανίτη από τον Ερωτόκριτο.

Εδώ όμως, στο κείμενό μας, τα δύο θηρία αντιπαλεύουν μέχρι θανάτου με τα σφριγηλά κορμιά τους και με λόγια-φαρμάκι, με μοναδικό βλεπάτορα και προγεφύρωμα τη Φραντζέσκα, μήλον της Έριδος και ρυθμιστή της επικής πάλης. Και η δεύτερη (σελίδες 222-223)· το πλοίο-φρίκη που μίσθωσε ο μισέρ Αλεβίζος προσπαθώντας να ξεφύγει από την πανούκλα.

Μάταια όμως, αφού τελικά ο Μαύρος Θάνατος, η πανούκλα, άπλωσε τα πλοκάμια του σφιχτά και το πλοίο–φάντασμα βολοδέρνει ακόμα και σήμερα μεσοπέλαγα στοιχειωμένο με τους μακάβριους σκελετούς των επιβατών, ανατριχίλα και τριγμός των οδόντων για τους ναυτικούς. Το νου μου γέμισαν παρόμοιες εικόνες από το «Μεθυσμένο Καράβι» του Αρθρούρου Ρεμπώ και από την «Αφήγηση του Πυμ» του Έντγκαρ Άλαν Πόε.

2. Εντυπωσιάζει επίσης ο τεράστιος όγκος των λαογραφικών στοιχείων· είναι γνωστή άλλωστε η αγάπη και η εξοικείωση του συγγραφέα με τον ακριβό και πολύτιμο πλούτο της λαϊκής μας παράδοσης, μέρος της οποίας αποτελούν οι διαλεχτοί στίχοι των δημοτικών τραγουδιών που παραθέτει, καθώς και τα πολυπληθή στοιχεία της κρητικής κουζίνας και διατροφής.

Τέλος η ψυχολογική αποτύπωση του χαρακτήρα των ηρώων προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα και βάθος στα πρόσωπα. Κυρίως ο πολύπλοκος και σοφά δομημένος χαρακτήρας της Φραντζέσκας κινεί «τον έλεον και τον φόβον» και μοιάζει με λεηλατημένο παράδεισο μιας αγράμματης αλλά γεμάτης ανθρωπιά και μεγαλείο, στοχαστικής με θυμοσοφική διάθεση κόρης, που ξαστόχησε στη ζωή υποταγμένη στη μοίρα της, άλλοτε ρεαλιστικά και άλλοτε ονειρικά.

3. Έξοχο δείγμα και το εξώφυλλο του Μανώλη Σαριδάκη. Μια πολυφίλητη γυναικεία μορφή, «ωραία στα θώρη» με ελαφρά αναγερμένο το κεφάλι, με απλανές στοχαστικό βλέμμα, γεμάτη χάρη και ήρεμη μελαγχολία, νοσταλγία και αξιοπρέπεια.

Στο βάθος θαμπά με φόντο τα σύννεφα, «πατάει με πλατύ πόδι και αγέρωχος πάνω στα νερά ο Μέγας Κούλες», όπως τον συνέλαβε η έμπνευση του Οδυσσέα Ελύτη στο «΄Αξιον εστί». Νομίζω πως στο εξώφυλλο αυτό συμπυκνώνονται και συγχωνεύονται όλες οι Πολυφίλητες του βιβλίου του Νίκου Ψιλάκη.

Η Φραντζέσκα, «το φτωχοπαίδι που ζητά απόσκιο στην ερημιά», η ιστορία μιας ολάκερης Πόλης, η μοίρα ενός Νησιού, το ασήκωτο βάρος μιας ανείπωτης απώλειας, γενικότερα η μοίρα του ανθρώπου που πασχίζει να ξεφύγει από τις κακοτοπιές, του πρόσφυγα που προσπαθεί γεμάτος στερήσεις να ριζώσει κάπου, σε κάποια δική του Βενετιά ίσως.

4. Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και να μελετηθεί. Τα μηνύματα εκπέμπονται πολλαπλά. Εύχομαι να είναι – και θα είναι – καλοτάξιδο. Πιστεύω, είμαι βέβαιος μάλιστα, πως αποτελεί πρό(σ)κληση-σενάριο για το σκηνοθέτη μιας νέας τηλεοπτικής ή κινηματογραφικής Πολυφίλητης ιστορημένης ξανά με δράση, μουσική και εικόνες. Το αξίζει άλλωστε.

Το αποτύπωσε με τους ακόλουθους στίχους ο λαϊκός ποιητής της Σητείας Νίκος Χασαπλαδάκης, το Καβράκι, καλωσορίζοντας στην πόλη μας τον Νίκο Ψιλάκη και ισοπεδώνοντας με την αφοπλιστική «αφέλεια» του εξαίρετου ταλέντου του το ήτα με το γιώτα του ελληνικού αλφάβητου, επινοώντας, άθελά του, μια δική του μορφή ητακισμού και γράφοντας ποίηση «ηχητική», όχι «γραμματική» (τύφλα να΄ χουμε γι΄ αυτό εμείς οι γραμματιζούμενοι):

Όσο θα γράφει η πένα σου,
βιβλία να τυπώνεις,
αφού Ψιλάκης λέγεσαι,
όλο και θα ψηλώνεις.

5. Έχει δίκιο λοιπόν το Καβράκι. Με την Πολυφίλητη ο Νίκος Ψιλάκης ψηλώνει. Γίνεται «Κρητικός τρικούβερτος με ήτα και με γιώτα», όπως εύστοχα επισήμανε για κάποιον άλλο, σπουδαίο επίσης, Ηρακλειώτη του περασμένου αιώνα ο σατιρικός Γεώργιος Σουρής.

Γιώργος Δρακωνάκης

Exit mobile version