Οι ελληνικές λέξεις που περιέχονται στο λεξιλόγιο “καθημερινότητας” των Τούρκων

Πολλές φορές λέμε ότι η τουρκική γλώσσα δάνεισε στους Ελληνες εκατοντάδες λέξεις τις οποίες χρησιμοποιούμε πολύ συχνά στην καθημερινότητά μας.

Το αντίστροφο όμως ίσως να μην είναι και τόσο γνωστό. Η ελληνική γλώσσα, πλούσια σε λέξεις και νοήματα, έδωσε πλήθος λέξεων στους Τούρκους.

Πριν από λίγα χρόνια το site constantinoupoli.com είχε κάνει μια πολύ σημαντική μελέτη και συλλογή τέτοιων λέξεων και όπως αναφέρει, σύμφωνα με τη στατιστική του Ιδρύματος της Τουρκικής Γλώσσας του έτους 1998 υπήρχαν 6455 αραβικές ρίζες, 1361 περσικές, 4702 γαλλικές, 382 ελληνικές και συνολικά 14.392 ξένες γενικώς ρίζες, ενώ οι τουρκικές ήταν 46.301.

Βασικό κριτήριο για τη συγκρότηση του καταλόγου είναι η ελληνικότητα των λέξεων. Διότι είναι παράδοξο, αν όχι παράλογο, να θεωρούμε ορισμένες λέξεις ξένες όταν τις χρησιμοποιούμε εμείς, αλλά να τις θεωρούμε ταυτόχρονα δικές μας όταν τις δανείζουμε σε άλλους! Και τούτο επειδή τάχα τις εντάξαμε στη γλώσσα μας και επιφέραμε ίσως και ορισμένες μορφολογικές και σημασιολογικές αλλαγές.

Εκτός από αυτό το παράδοξο, δεν είναι πάντοτε βέβαιο από ποια γλώσσα έγινε ο δανεισμός.

Μπορεί μια λέξη κοινή σε μερικές γλώσσες να αποτελεί παράλληλο δάνειο από τρίτη γλώσσα. Π.χ. η ιταλ. λ. salataχρησιμοποιείται ακριβώς με την ίδια μορφή και σημασία και από την ελληνική και από την τουρκική γλώσσα -αλλά και από άλλες γλώσσες.

Οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι την δανείστηκαν από την Ιταλική, ενώ εμείς ότι την δανείστηκαν από την Ελληνική! Πολύ πιθανό να είναι παράλληλο δάνειο και των δύο γλωσσών από την Ιταλική.

Όπως κι αν έγινε όμως ο δανεισμός, η λέξη δεν άλλαξε ταυτότητα, δεν έγινε ούτε ελληνική ούτε τουρκική.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά τέτοια παραδείγματα λέξεων τις οποίες όταν τις ετυμολογούμε στα δικά μας λεξικά τις θεωρούμε ξένες, ενώ όταν τις βρίσκουμε σε άλλη γλώσσα τις θεωρούμε δικές μας!:

π.χ. αλάργα = ιταλ. alla larga = τουρκ. alarga, καμέλια = γαλλ. camélia = τουρκ. kamelya, πορτοκάλι = ιταλ. portogallo = τουρκ. portakal, μανταρίνι = αγγλ. mandarin = ιταλ. mandarino = τουρκ. mandalina, ταράτσα = ιταλ. terrazza = τουρκ. taraça, καπάρο = ιταλ. caparra = τουρκ. kaparo, κορδέλα = ιταλ. cordela = τουρκ. kordele κ.α.π. Επίσης οι Τούρκοι μαζί με τους ελληνογενείς επιστημονικούς όρους -τους οποίους έλαβαν κυρίως από τα Γαλλικά- ανάγουν στην ίδια ή σε άλλη ξένη γλώσσα οποιαδήποτε αρχαία ελληνική λέξη έχουν δανειστεί, για ευνόητους λόγους! Όταν την επιστημονική σκέψη τη συσκοτίζουν εξωεπιστημονικοί και αντιεπιστημονικοί παράγοντες, δεν οπισθοδρομεί μόνο η επιστήμη αλλά κι άλλες πλευρές της ζωής μας.

A : α

abaküs = άβακας (αρχ. ελλ. άβαξ > γαλλ. abacus, abaque > τουρκ.).
abanoz = έβενος (αρχ. ελλ. > περσ. > τουρκ.).
abis = άβυσσος (αρχ. ελλ. άβυσσος > γαλλ. abysse > τουρκ.).

ablatya = είδος αλιευτικού διχτυού με μεγάλα “μάτια”, δηλ. μεγάλες θηλιές (νεοελλ. απλάδια, υποκορ. του επιθ. απλά > τουρκ.).
abli = απλή, σκοινί για το ανέβασμα ή κατέβασμα των πανιών πλοίου (νεοελλ. απλή > τουρκ. abli).
abuli = αβουλία (αρχ. ελλ. αβουλία > γαλλ. aboulie > τουρκ.).
açelya, açalya = αζαλέα (αντιδ. αρχ. ελλ. αζαλέος > αγγλ. azalea > νεοελλ. > τουρκ.).
adenit = αδενίτιδα (ελλ. > γαλλ. adénite> τουρκ.).
aerobik = αεροβική (αντιδ. αρχ. ελλ. αερόβιος > γαλλ. aérobique, αγγλ. aerobics > τουρκ., νεοελλ.).
aerodinamik = αεροδυναμική (ελλ. > γαλλ. aérodynamique > τουρκ.).
afazi = αφασία (αντιδ. αρχ. ελλ. άφατος > γαλλ. aphasie > τουρκ., νεοελλ.).
afi (argo) = επίδειξη, φιγούρα (αρχ. ελλ. αφή > τουρκ.).
afoni = αφωνία (αρχ. ελλ. αφωνία > γαλλ. aphonie > τουρκ.).
aforoz, aforizm, aforizma = αφορισμός (αρχ. ελλ. αφορισμός > γαλλ. aphorism > τουρκ.).
aft = άφθα, άφτρα (αρχ. ελλ. άφθα > γαλλ. aphte > τουρκ.).
aftos (argo) = εραστής-ερωμένη (αρχ. ελλ. αυτός > τουρκ.).
afyon = αφιόνι (αντιδ. μετγν. ελλ. όπιον > τουρκ. afyon > μεσν. ελλ. αφιόνιον > νεοελλ. αφιόνι).
afyonkeş = ο χρήστης αφιονιού (νεοελλ. αφιόνι + περσ. –keş > τουρκ.).
agnosi, agnozi = αγνωσία, άγνοια (αντιδ. αρχ. ελλ. άγνωτος > γαλλ. agnosie > τουρκ., νεοελλ.).
agnostisizm = αγνωστικισμός (αντιδ. αρχ. ελλ. άγνωστος > γαλλ. agnosticisme > τουρκ., νεοελλ.).
agora = αρχαία ελληνική αγορά (αρχ. ελλ. αγορά > τουρκ.).
agorafobi = αγοραφοβία (ελλ. > γαλλ. agoraphobie > τουρκ.).
agrafi = αγραφία (ελλ. > γαλλ. agraphie > τουρκ.).
agronomi = αγρονομία (νεοελλ. > γαλλ. agronomie > τουρκ.).
ahır = αχούρι (αντιδ. αρχ. ελλ. άχυρον > περσ. > τουρκ. ahır > μεσν. ελλ. αχούριον > νεοελλ. αχούρι. Κατ’ άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.).
ahlat = άγριο αχλάδι, αγριαχλαδιά (μεσν. ελλ. αχλάδιον > τουρκ.).
ahtapot = χταπόδι (αρχ. ελλ. οκτάπους > μετγν. ελλ. οκταπόδιον > τουρκ.).
akademi = ακαδημία (αρχ. ελλ. > γαλλ. académie > τουρκ.).
akademisyen = ακαδημαϊκός, οπαδός του Πλάτωνος (αρχ. ελλ. ακαδημία + γαλλ. –cien > γαλλ. académicien > τουρκ.).
akademik = ακαδημαϊκός (μετγν. ελλ. > γαλλ. académique > τουρκ.).
akasya = ακακία (αρχ. ελλ. > γαλλ. acacia > τουρκ.).
akkefal = είδος ψαριού του γλυκού νερού (τουρκ. ak + αρχ. ελλ. κεφαλή > τουρκ.).
akrobasi = ακροβασία (νεοελλ. > γαλλ. acrobatie > τουρκ.).
akrobat = ακροβάτης (μετγν. ελλ. > γαλλ. acrobate > τουρκ.).
akrobatik = ακροβατικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. acrobatique > τουρκ.).
akromatopsi = αχρωματοψία (ελλ. > γαλλ. achromatopsie > τουρκ.).
akromegali = ακρομεγαλία (ελλ. > γαλλ. acromégalie > τουρκ.).
akronim = ακρωνύμιο (ελλ. > αγγλ. acronym > τουρκ.).
akropol = ακρόπολη (αρχ. ελλ. ακρόπολις > γαλλ. acropole > τουρκ.).
akroştiş = ακροστιχίδα (μετγν. ελλ. ακροστιχίς > γαλλ. acrostiche > τουρκ.).
aks = άξονας τροχού (αρχ. ελλ. άξων > γαλλ. axe > τουρκ.).
aksiyom = αξίωμα (επιστ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. axiome > τουρκ.).
akson = άξων (ανατ.) (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
aktinit = γενική ονομασία ραδιενεργών στοιχείων (ελλ. ακτίνια > γαλλ. actinite > τουρκ.).
aktinoloji = ακτινολογία (ελλ. > γαλλ. actinologie > τουρκ.).
aktinolojik = ακτινολογικός (ελλ. > γαλλ. actinologique > τουρκ.).
aktinyum = ακτίνιο (χημ.) (ελλ. > αγγλ. actinium > τουρκ.).
akustik = ακουστική (αντιδ. αρχ. ελλ. ακουστικός > γαλλ. acoustique > τουρκ., νεοελλ.).
alay = πλήθος || στρατιωτική μονάδα (αρχ. ελλ. αλλαγή > μεσν. ελλ. αλλάγιον (= στρατιωτική μονάδα) > τουρκ.).
alegori = αλληγορία (μετγν. ελλ. > γαλλ. allégorie > τουρκ.).
alegorik = αλληγορικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. allégorique > τουρκ.).
aleksi = αλεξία (= αδυναμία ανάγνωσης) (ελλ. > γαλλ. alexie > τουρκ.).
alerjen = αλλεργιογόνο (ελλ. > γαλλ. allergène > τουρκ.).
alerji = αλλεργία (ελλ. > γαλλ. allergie > τουρκ.).
alerjik = αλλεργικός (ελλ. > γαλλ. allergique > τουρκ.).
alotropi = αλλοτροπία (ελλ. > γαλλ. allothropie > τουρκ.).
alotropik = αλλοτροπικός (ελλ. > γαλλ. allotropique > τουρκ.).
amazon = αμαζόνα (αρχ. ελλ. Αμαζών > τουρκ.).
ambar = αμπάρι (αντιδ. αρχ. ελλ. εμπόριον > περσ. > τουρκ. > νεοελλ. Κατ’ άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.).
amblem = έμβλημα (μετγν. ελλ. > γαλλ. emblème > τουρκ.).
ametal = αμέταλλο (ελλ. > γαλλ. amétale > τουρκ.).
ametist = αμέθυστος (ημιπ. λίθος) (μετγν. ελλ. > γαλλ. améthyste > τουρκ.).
amfibi = αμφίβιος (αρχ. ελλ. > γαλλ. amphibie > τουρκ.).
amfibol = αμφίβολο (ορυκτό) (ελλ. > γαλλ. amphibole > τουρκ.).
amfiteatr = αμφιθέατρο (μετγν. ελλ. > γαλλ. amphithéâtre > τουρκ.).
amfora = αμφορέας (αρχ. ελλ. αμφορεύς > γαλλ. amphore > τουρκ.).
amip = αμοιβάδα (αρχ. ελλ. αμοιβάς > γαλλ. amibe > τουρκ.).
amnezi = αμνησία (αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. amnésie > τουρκ., νεοελλ.).
amniyon = άμνιο (αρχ. ελλ. αμνίον, άμνιον > τουρκ.).
amonyak = αμμωνία (αντιδ. μετγν. ελλ. αμμωνιακόν > λατ. ammoniacum > γαλλ. ammoniaque> τουρκ., νεοελλ.).
amorf = άμορφος (αρχ. ελλ. > γαλλ. amorphe > τουρκ.).
ampermetre = αμπερόμετρο (γαλλ. amper + αρχ. ελλ. μέτρον > γαλλ. ampèremètre > τουρκ.).
ampirik = εμπειρικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. empirique > τουρκ.).
ampirist = εμπειριστής (ελλ. > γαλλ. empiriste > τουρκ.).
ampirizm = εμπειρισμός (ελλ. > γαλλ. > empirisme > τουρκ.).
ampul = αμπούλα (αντιδ. αρχ. ελλ. αμφορέα > αμφορά(ν) > λατ. ampulla > γαλλ. ampoule > τουρκ., νεοελλ.).
amyant = αμίαντος (αρχ. ελλ. > γαλλ. amiante > τουρκ.).
anabolizma = αναβολισμός (ελλ. > γαλλ. anabolisme > τουρκ.).
Anadolu = Ανατολή, Ανατολία (αρχ. ελλ. ανατολή > τουρκ.).
anaerobik = αναερόβιος (ελλ. > γαλλ. anaérobique > τουρκ.).
anafilaksi = αναφυλαξία (ελλ. > γαλλ. anaphylaxie > τουρκ.).
anafor = δίνη, αντίρρευμα || (μτφ.) φιλοδώρημα (αρχ. ελλ. αναφορά > νεοελλ. αναφόρι > τουρκ.).
anaforcu = ο επιδιώκων την απόκτηση αγαθών χωρίς κόπο (αρχ. ελλ. αναφορά + τουρκ. –cu > τουρκ.).
anagram = ανάγραμμα, λέξη που είναι προϊόν αναγραμματισμού (ελλ. > γαλλ. anagramme > τουρκ.).
anahtar = ανοιχτήρι, κλειδί (νεοελλ. ανοιχτήρι > τουρκ.).
anakronik = αναχρονιστικός (νεοελλ. > γαλλ. anachronique > τουρκ.).
anakronizm = αναχρονισμός (μεσν. ελλ. > γαλλ. anachronisme > τουρκ.).
analist = αναλυτής (νεοελλ. > γαλλ. analyste > τουρκ.).
analitik = αναλυτικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. analytique > τουρκ.).
analiz = ανάλυση (αρχ. ελλ. > γαλλ. analyse > τουρκ.).
analjezi = αναλγησία (αρχ. ελλ. > γαλλ. analgésie > τουρκ.).
analjezik = αναλγητικός (αντιδ. αρχ. ελλ. αναλγησία > γαλλ. analgésique > νεοελλ., τουρκ.).
analoji = αναλογία (αρχ. ελλ. > γαλλ. analogie > τουρκ.).
analojik = αναλογικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. analogique > τουρκ.).
anamnezi = ανάμνηση, ιστορικό ασθενούς (αρχ. ελλ. > γαλλ. anamnésie > τουρκ.).
anarşi = αναρχία, αναστάτωση (αρχ. ελλ. > γαλλ. anarchie > τουρκ.).
anarşişt = αναρχικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. anarchiste > τουρκ.).
anarşizm = αναρχισμός (ελλ. > γαλλ. anarchisme > τουρκ.).
anartri = αναρθρία (αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. anarthrie > τουρκ., νεοελλ.).
anason = γλυκάνισο (μετγν. ελλ. άνισον > τουρκ.).
anatomi = ανατομία (αντιδ. αρχ. ελλ. ανατομή > γαλλ. anatomie > τουρκ., νεοελλ.).
anatomik = ανατομικός (αντιδ. αρχ. ελλ. ανατομή > μετγν. ελλ. ανατομικός > γαλλ. anatomique > νεοελλ., τουρκ.).
anatomist = ανατόμος (νεοελλ. > γαλλ. anatomiste > τουρκ.).
anavaşya = η ανάβαση των αποδημητικών ψαριών από τη Μεσόγειο στον Ε. Πόντο, αντίθ. του katavaşya, βλ. λέξη (αρχ. ελλ. ανάβασις > μεσν. ελλ. αναβάσιον > τουρκ.).
andemi = ενδημία (μετγν. ελλ. > γαλλ. endémie > τουρκ.).
andemik = ενδημικός (ελλ. > γαλλ. endémique > τουρκ.).
andropoz = ανδρόπαυση (ελλ. > γαλλ. andropause > τουρκ.).
anekdot = ανέκδοτο (αντιδ. αρχ. ελλ. ανέκδοτος > γαλλ. anecdote > τουρκ., νεοελλ.).
anemi = αναιμία (αρχ. ελλ. > γαλλ. anémie > τουρκ.).
anemik = αναιμικός (ελλ. > γαλλ. anémique > τουρκ.).
anemometre = ανεμόμετρο (ελλ. > γαλλ. anémomètre > τουρκ.).
anemon = ανεμώνη (αρχ. ελλ. > γαλλ. anémone > τουρκ.).
anestezi = αναισθησία (αρχ. ελλ. > γαλλ. anesthésie > τουρκ.).
anesteziyolojik = αναισθησιολογικός (ελλ. > γαλλ. anesthésiologique > τουρκ.).
anevrizma = ανεύρυσμα (αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. anévrisme > τουρκ., νεοελλ.).
angarya = αγγαρεία (αρχ. ελλ. άγγαρος, περσ. αρχής > μετγν. ελλ. αγγαρεύω > μετγν. ελλ. αγγαρεία > τουρκ.).
anglofil = αγγλόφιλος (νεοελλ. > αγγλ. anglophile > τουρκ.).
anhidrit = ανυδρίτης (ελλ. > γαλλ. anhydrite > τουρκ.).
anjiyo, anjiyografi = αγγειογραφία (ελλ. > τουρκ.).
anjiyoloji = αγγειολογία (ανατ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. angiologie > τουρκ.).
ankiloz = αγκύλωση (μετγν. ελλ. > γαλλ. ankylose > τουρκ.).
anofel = ανωφελής κώνωψ (αρχ. ελλ. ανωφελής > γαλλ. anophèle > τουρκ.).
anomali = ανωμαλία (αρχ. ελλ. > γαλλ. anomalie > τουρκ.).
anonim = ανώνυμος (αρχ. ελλ. > γαλλ. anonyme > τουρκ.).
anorganik = ανόργανος (μετγν. ελλ. > γαλλ. anorganique > τουρκ.).
anot = άνοδος (θετικό ηλεκτρόδιο) (αρχ. ελλ. > γαλλ. anode > τουρκ.).
ansefalit = εγκεφαλίτιδα (ελλ. > γαλλ. encéphalite> τουρκ.).
ansiklopedi = εγκυκλοπαίδεια (αντιδ. μετγν. ελλ. εγκυκλοπαιδεία > γαλλ. encyclopédie > τουρκ., νεοελλ.).
ansiklopedik = εγκυκλοπαιδικός (ελλ. > γαλλ. encyclopédique > τουρκ.).
ansiklopedist = εγκυκλοπαιδιστής (ελλ. > γαλλ. encyclopédiste > τουρκ.).
antagonist = ανταγωνιστής (αρχ. ελλ. > γαλλ. antagoniste > τουρκ.).
antagonizm, antagonizma = ανταγωνισμός (νεοελλ. > γαλλ. antagonisme > τουρκ.).
antarktik = ανταρκτική (αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. antarctique > τουρκ., νεοελλ.).
anterit = εντερίτιδα (ελλ. > γαλλ. entérite > τουρκ.).
antibiyotik = αντιβιοτικός (ελλ. > γαλλ. antibiotique > τουρκ.).
antidemokratik = αντιδημοκρατικός (νεοελλ. > γαλλ. anti-démocratique > τουρκ.).
antihijyenik = ανθυγιεινός (νεοελλ. > γαλλ. antihygiénique > τουρκ.).
antijen = αντιγόνο (ελλ. > γαλλ. antigène > τουρκ.).
antikiklon = αντικυκλώνας (ελλ. > γαλλ. anticyclone > τουρκ.).
antikor = αντίσωμα (αρχ. ελλ. αντί + γαλλ. kor (corps) > τουρκ. antikor).
antilop = αντιλόπη (αντιδ. μεσν. ελλ. ανθόλοψ > γαλλ. antilope > τουρκ., νεοελλ.).
antinomi = αντινομία (μετγν. ελλ. > γαλλ. antinomie > τουρκ.).
antipati = αντιπάθεια (αρχ. ελλ. > γαλλ. antipathie > τουρκ.).
antipatik = αντιπαθητικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. antipathique > τουρκ.).
antisepsi = αντισηψία (ελλ. > γαλλ. antisepsie > τουρκ.).
antiseptik = αντισηπτικός (ελλ. > γαλλ. antiseptique > τουρκ.).
antitez = αντίθεση (αρχ. ελλ. > γαλλ. antithèse > τουρκ.).
antitoksin = αντιτοξίνη (ελλ. > γαλλ. antitoxine > τουρκ.).
antoloji = ανθολογία (μετγν. ελλ. > γαλλ. anthologie > τουρκ.).
antrasit = ανθρακίτης (αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. anthracite > τουρκ., νεοελλ.).
antropoit = ανθρωποειδής (αρχ. ελλ. > γαλλ. anthropoïde > τουρκ.).
antropolog = ανθρωπολόγος (ελλ. > γαλλ. anthropologue > τουρκ.).
antropoloji = ανθρωπολογία (ελλ. > γαλλ. anthropologie > τουρκ.).
antropolojik = ανθρωπολογικός (ελλ. > γαλλ. anthropologique > τουρκ.).
antropomorfizm = ανθρωπομορφισμός (ελλ. > γαλλ. anthropomorphisme > τουρκ.).
antroposantrizm = ανθρωποκεντρισμός (ελλ. > γαλλ. anthropocentrisme > τουρκ.).
anyon = ανιόν (αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. anion > τουρκ., νεοελλ.).
aort = αορτή (αρχ. ελλ. > γαλλ. aorte > τουρκ.).

apokaliptik = αποκαλυπτικός (μεσν. ελλ. > γαλλ. apocalyptique > τουρκ.).
apokrif = απόκρυφος (αρχ. ελλ. > γαλλ. apocryphe > τουρκ.).
apostrof = απόστροφος (αρχ. ελλ. > γαλλ. apostrophe > τουρκ.).
apoşi = απόχη (μετγν. ελλ. υποχή > μεσν. ελλ. απόχη > τουρκ.).
apraksi = απραξία (αρχ. ελλ. > γαλλ. apraxie > τουρκ.).
apsent = αψέντι (αντιδ. αρχ. ελλ. αψίνθιον > γαλλ. apsinthe > τουρκ., νεοελλ.).
apsis (μαθ.) = αψίδα (αρχ. ελλ. > γαλλ. abcisse > τουρκ.).
apukurya = αποκριά (νεοελλ. > τουρκ.).
araka = αρακάς (αρχ. ελλ. άρακος > τουρκ.).
araşit = αραχίδα, είδος φιστικιάς (πιθ. αντιδ. μετγν. ελλ. αραχίδνα > γαλλ. arachide > τουρκ., νεοελλ. αραχίδα).
areometre = αραιόμετρο (ελλ. > γαλλ. aréomètre > τουρκ.).
argon = αργόν (χημ.) (αντιδ. αρχ. ελλ. αργός > γαλλ. argon > τουρκ., νεοελλ.).
argonot = αργοναύτης (είδος μαλακόστρακου) (αρχ. ελλ. > γαλλ. argonaute > τουρκ.).
aristoculuk = αριστοτελισμός (αρχ. ελλ. αριστο– + τουρκ. –culuk > τουρκ.).
aristokrasi = αριστοκρατία (αρχ. ελλ. > γαλλ. aristocratie > τουρκ.).
aristokrat = αριστοκράτης (μετγν. ελλ. > γαλλ. aristocrate > τουρκ.).
aristokratik = αριστοκρατικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. aristocratique > τουρκ.).
aristokratlık = αριστοκρατικότητα (μετγν. ελλ. αριστοκράτης + τουρκ. –lık > τουρκ.).
aritmetik = αριθμητική (αρχ. ελλ. > γαλλ. arithmétique> τουρκ.).
aritmi = αρρυθμία (αρχ. ελλ. > γαλλ. arythmie > τουρκ.).
aritmik = άρρυθμος (αρχ. ελλ. > γαλλ. arythmique > τουρκ.).
arkaik = αρχαϊκός (αρχ. ελλ. > γαλλ. archaïque > τουρκ.).
arkaizm = αρχαϊσμός (μετγν. ελλ. > γαλλ. archaïsme > τουρκ.).
arkeolog = αρχαιολόγος (μεσν. ελλ. > γαλλ. archéologue > τουρκ.).
arkeoloji = αρχαιολογία (αρχ. ελλ. > γαλλ. archéologie > τουρκ.).
arkeolojik = αρχαιολογικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. archéologique > τουρκ.).
arketip = αρχέτυπος (μετγν. ελλ. > γαλλ. archétype > τουρκ.).
arktik = αρκτική (αντιδ. αρχ. ελλ. αρκτικός > γαλλ. arctique > τουρκ., νεοελλ.).
armoni, harmoni = αρμονία (αρχ. ελλ. > γαλλ. harmonie > τουρκ.).
armonik = αρμονικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. harmonique > τουρκ.).
armonyum = αρμόνιο (αντιδ. αρχ. ελλ. αρμονία > λατ. harmonia > γαλλ. harmonium > νεοελλ., τουρκ.).
armuz = ο αρμός ανάμεσα στα ξύλα του καταστρώματος των πλοίων (αρχ. ελλ. αρμός > τουρκ.).
aroma = άρωμα (αρχ. ελλ. > ιταλ. aroma > τουρκ.).
aromalı = αρωματισμένος (αρχ. ελλ. άρωμα + τουρκ. –lı > τουρκ.).
aromaterapi = αρωματοθεραπεία (ελλ. > γαλλ. aromathérapie > τουρκ.).
aromatik = αρωματικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. aromatique > τουρκ.).
arsen, arsenik = αρσενικό (χημ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. arsenic > τουρκ.).
arşiv = αρχείο (αρχ. ελλ. > γαλλ. archives > τουρκ.).
arter = αρτηρία (ανατ.), μτφ. κεντρική λεωφόρος (αρχ. ελλ. > γαλλ. artère > τουρκ.).
arterit = αρτηρίτιδα (ελλ. > γαλλ. artérite > τουρκ.).
artrit = αρθρίτιδα (αρχ. ελλ. αρθρίτις > γαλλ. arthrite > τουρκ.).
artroz = άρθρωση (μετγν. ελλ. > γαλλ. arthrose > τουρκ.).
asbest = ασβέστης (αρχ. ελλ. άσβεστος > γαλλ. asbeste > τουρκ.).
asenkron = ασύγχρονος (ελλ. > γαλλ. asynchrone > τουρκ.).
asepsi = ασηψία (μεσν. ελλ. > γαλλ. asepsie > τουρκ.).
aseptik = ασηπτικός (αρχ. ελλ. άσηπτος > μεσν. ελλ. ασηπτικός > γαλλ. aseptique > τουρκ.).
asfalt = άσφαλτος (μεσν. ελλ. > γαλλ. asphalte > τουρκ.).
asimetri = ασυμμετρία (αρχ. ελλ. > γαλλ. asymétrie > τουρκ.).
asimetrik = ασύμμετρος (αρχ. ελλ. > γαλλ. asymétrique > τουρκ.).
asimptot = ασύμπτωτος (αρχ. ελλ. > γαλλ. asymptote > τουρκ.).
asparagas = διογκωμένη είδηση (αρχ. ελλ. ασπάραγος / ασφάραγος > αγγλ. asparagus > τουρκ. Η σημασία της τουρκ. λέξης φαίνεται ότι συνδέεται με το ρήμα σφαραγώ, που σημαίνει ηχώ, βροντώ).
astar = αστάρι (αντιδ. αρχ. ελλ. ιστός > μετγν. ελλ. ιστάριον > περσ. > τουρκ. astar > νεοελλ. αστάρι. Κατ’ άλλη άποψη η λέξη είναι περσ.).
astım = άσθμα (αρχ. ελλ. > γαλλ. asthme > τουρκ. astım και παλαιότ. astma).
astigmat = αστιγματικός (ελλ. > γαλλ. astigmate > τουρκ.).
astigmatizm = αστιγματισμός (ελλ. > γαλλ. astigmatisme > τουρκ.).
astrofizik = αστροφυσική (ελλ. > γαλλ. astrophysique > τουρκ.).
astrolog = αστρολόγος (αρχ. ελλ. > γαλλ. astrologue > τουρκ.).
astroloji = αστρολογία (αρχ. ελλ. > γαλλ. astrologie > τουρκ.).
astrolojik = αστρολογικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. astrologique > τουρκ.).
astronom = αστρονόμος (αρχ. ελλ. > γαλλ. astronome > τουρκ.).
astronomi = αστρονομία (αρχ. ελλ. > γαλλ. astronomie > τουρκ.).
astronomik = αστρονομικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. astronomique > τουρκ.).
astronot = αστροναύτης (ελλ. > γαλλ. astronaute > τουρκ.).
ataraksiya = αταραξία (αρχ. ελλ. > γαλλ. ataraxie > τουρκ.).
ateist = αθεϊστής (ελλ. > γαλλ. athéiste > τουρκ.).
ateizm = αθεϊσμός (ελλ. > γαλλ. athéisme > τουρκ.).
aterina = αθερίνα, είδος ψαριού (αρχ. ελλ. αθερίνη > τουρκ.).
atlas = άτλαντας (αρχ. ελλ. ‘Aτλας > τουρκ.).
atlet = αθλητής || ανδρικό εσωτερικό φανελάκι χωρίς μανίκια (αρχ. ελλ. > γαλλ. athlète > τουρκ.).
atletik = αθλητικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. athlétique > τουρκ.).
atletizm = αθλητισμός (ελλ. > γαλλ. athlétisme > τουρκ.).
atmosfer = ατμόσφαιρα (ελλ. > γαλλ. atmosphère > τουρκ.).
atmosferik = ατμοσφαιρικός (ελλ. > γαλλ. atmosphèrique > τουρκ.).
atom = άτομο (χημ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. atome > τουρκ.).
atomal = ατομικός (χημ.) (αρχ. ελλ. άτομον + τουρκ. –mal > τουρκ.).
atomik = ατομικός (χημ.) (ελλ. > γαλλ. atomique > τουρκ.).
avlu = αυλή (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
ayandon = κακοκαιρία που αρχίζει στις 18 Ιανουαρίου, την επομένη του Αγ. Αντωνίου (νεοελλ. ‘Αι Αντώνης > τουρκ.).
ayazma = αγίασμα (μετγν. ελλ. > τουρκ.).
azelya = βλ. açelya
azoik = αζωικός (ελλ. > γαλλ. azoïque > τουρκ.).
azot = άζωτο (ελλ. > γαλλ. azote > τουρκ.).

B : μπε

bakteri = βακτήριο (αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. bactérie > τουρκ., νεοελλ.).
bakteridi = βακτηρίδιο (αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. bactéridie > τουρκ., νεοελλ.).
bakteriyolog = βακτηριολόγος (ελλ. > γαλλ. bactériologue > τουρκ.).
bakteriyoloji = βακτηριολoγία (ελλ. > γαλλ. bactériologie > τουρκ.).
bakteriyolojik = βακτηριολoγικός (ελλ. > γαλλ. bactériologique > τουρκ.).
balgam = φλέγμα (αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.).
balistik = βαλλιστική (αντιδ. μετγν. ελλ. βαλλίζω > γαλλ. balistique > τουρκ., νεοελλ.).
balsam = βάλσαμο (αρχ. ελλ. βάλσαμον, πιθ. σημιτικό δάνειο > αγγλ. balsam > τουρκ.).
balyoz, varyos = βαριά, μεγάλο σφυρί (μεσν. ελλ. βαριά > τουρκ.).
banyo = μπάνιο, λουτρό (αντιδ. αρχ. ελλ. βαλανείον > λατ. balneum > ιταλ. bagno > τουρκ., νεοελλ. μπάνιο).
barbar = βάρβαρος (αρχ. ελλ. > γαλλ. barbare > τουρκ.).
barbarizm = βαρβαρισμός (αρχ. ελλ. > γαλλ. barbarisme > τουρκ.).
bariton = βαρύτονος (μουσ.) (αντιδ. ελλ. > γαλλ. baryton > τουρκ., νεοελλ.).
barograf = όργανο μέτρησης του ύψους αεροσκάφους (ελλ. > γαλλ. barographe > τουρκ.).
barometre = βαρόμετρο (ελλ. > γαλλ. baromètre > τουρκ.).
baroskop = όργανο μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης (ελλ. > γαλλ. baroscope > τουρκ.).
barut = μπαρούτι (αντιδ. μετγν. ελλ. πυρίτις > περσ. > τουρκ. > νεοελλ.).
batimetre = βαθύμετρο (νεοελλ. > γαλλ. bathymètre > τουρκ.).
batiskaf = βαθυσκάφος (ελλ. > γαλλ. bathyscaphe > τουρκ.).
baz = βάση (χημ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. base > τουρκ.).
bazilika = βασιλική, ανάκτορο (αρχιτεκτ.) (μετγν. ελλ. βασιλική (στοά) > λατ. basilica > γαλλ. basilique > τουρκ.).
belsem = βλ. balsam
bez = βαμβακερό ύφασμα || αδένας (αρχ. ελλ. βύσσος, πιθ. σημιτικό δάνειο > αραβ. > τουρκ.).
bezelye = μπιζέλι (αντιδ. μετγν. ελλ. πίσον > ιταλ. pisello > τουρκ., νεοελλ.).
biber = πιπέρι, πιπεριά (αρχ. ελλ. πέπερι > μεσν. ελλ. πιπέρι(ον) > τουρκ.).
bibliyofil = βιβλιόφιλος (νεοελλ. > γαλλ. bibliophile > τουρκ.).
bibliyograf = βιβλιογράφος (ελλ. > γαλλ. bibliographe > τουρκ.).
bibliyografya, bibliyografi = βιβλιογραφία (μετγν. ελλ. > γαλλ. bibliographie > τουρκ.).
bibliyografik = βιβλιογραφικός (νεοελλ. > γαλλ. bibliographique > τουρκ.).
bibliyoman = βιβλιομανής (ελλ. > γαλλ. bibliomane > τουρκ.).
bibliyomani = βιβλιομανία (ελλ. > γαλλ. bibliomanie > τουρκ.).
bibliyotek = βιβλιοθήκη (μετγν. ελλ. > γαλλ. bibliothèque > τουρκ.).

bilar = είδος πίσσας για το καλαφάτισμα των πλοίων (μετγν. ελλ. πιλάριον (= αλοιφή) > τουρκ.).
biyoelektrik = βιοηλεκτρισμός (ελλ. > γαλλ. bioélectrique > τουρκ.).
biyoenerji = βιοενέγεια (ελλ. > γαλλ. bioénergie > τουρκ.).
biyofizik = βιοφυσική (ελλ. > γαλλ. biophysique > τουρκ.).
biyografi = βιογραφία (μεσν. ελλ. > γαλλ. biographie > τουρκ.).
biyografik = βιογραφικός (νεοελλ. > γαλλ. biographique > τουρκ.).
biyolog = βιολόγος (ελλ. > γαλλ. biologue > τουρκ.).
biyoloji = βιολογία (ελλ. > γαλλ. biologie > τουρκ.).
biyolojik = βιολογικός (ελλ. > γαλλ. biologique > τουρκ.).
biyometeoroloji = βιομετεωρολογία (ελλ. > γαλλ. biométéorologie > τουρκ.).
biyopsi = βιοψία (ελλ. > γαλλ. biopsie > τουρκ.).
biyosfer = βιόσφαιρα (ελλ. > γαλλ. biosphère > τουρκ.).
bocurgat = εργάτης, βαρούλκο (τουρκ. boca (= απότομο άδειασμα) (< ιταλ. poggia) + αρχ. ελλ. εργάτης).
bodoslama = ποδόσταμα, ποδόστημα (αρχ. ελλ. ποδο– + –στημα > τουρκ.).
bodrum = μπουντρούμι (αντιδ. αρχ. ελλ. ιππόδρομος > τουρκ. > νεοελλ.).
bora = μπόρα (αντιδ. αρχ. ελλ. βορράς > ιταλ. bora > τουρκ., νεοελλ.).
borsa = χρηματιστήριο, αγορά (αρχ. ελλ. βύρσα (= κατεργασμένο δέρμα) > ιταλ. borsa > τουρκ.).
botanik = βοτανική (μετγν. ελλ. > γαλλ. botanique > τουρκ.).
brakisefal = βραχυκέφαλος (ελλ. > γαλλ. brachycéphale > τουρκ.).
bre = βρε, μπρε (μωρέ, κλητ. του αρχ. ελλ. μωρός > μρε > μεσν. ελλ. βρε > τουρκ.).
brom = βρόμιο (χημ.) (αντιδ. μετγν. ελλ. βρόμος (= δυσάρεστη οσμή) > γαλλ. brome > τουρκ., νεοελλ.).
bronş = βρόγχος (αρχ. ελλ. > γαλλ. bronche > τουρκ.).
bronşit = βρογχίτιδα (ελλ. > γαλλ. bronchite > τουρκ.).
buat = ηλεκτρικό κουτί (αντιδ. αρχ. ελλ. πύξος > μετγν. ελλ. πυξίς > λατ. buxida > γαλλ. boîte > τουρκ., νεοελλ. μπουάτ).
bulada = πουλάδα, μικρή κότα (νεοελλ. > τουρκ.).
bulgur = πλιγούρι, πνιγούρι (νεοελλ. > τουρκ.).
burç = πύργος || ζώδιο || ιξός (βοτ.) (αρχ. ελλ. πύργος, αβέβ. ετύμου > αραβ. > τουρκ.).
burs = υποτροφία (αρχ. ελλ. βύρσα (= κατεργασμένο δέρμα) > γαλλ. bourse > τουρκ.).
butik = μικρό κατάστημα (αρχ. ελλ. αποθήκη > γαλλ. boutique > τουρκ.).
bürokrasi = γραφειοκρατία (γαλλ. bureau + αρχ. ελλ. –κρατία > γαλλ. bureaucratie > τουρκ.).

C : τζε

cımbız = τσιμπιδάκι, λαβίδα (πιθ. αρχ. ελλ. εμπίς (= είδος εντόμου) με την επίδραση του τσιμπώ > νεοελλ. τσιμπίδα > τουρκ.).
cibre = τσίπουρο (μεσν. ελλ. τσίπουρον > τουρκ. Τα ελληνικά ετυμολογικά λεξικά πιθανολογούν ότι η λέξη τσίπουρο είναι τουρκική. Κατ’ άλλη άποψη η λέξη συνδέεται με το μετγν. ελλ. σίκερα (= οινοπνευματώδες ποτό) εβραϊκής αρχής. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική).
cimnastik = βλ. jimnastik
cins = γένος, φύλο, είδος (πιθ. αρχ. ελλ. γένος, λατ. genus > αραβ. cins > τουρκ.).
ciro = τζίρος (αντιδ. μετγν. ελλ. γύρος > λατ. gyrus > ιταλ. giro > τουρκ., νεοελλ.).
coğrafi = γεωγραφικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. géographie > τουρκ.).
coğrafya = γεωγραφία (μετγν. ελλ. > γαλλ. géographie > τουρκ.).
coğrafyacı = γεωγράφος (μετγν. ελλ. > γαλλ. géographe + τουρκ. –cı > τουρκ.).
cümbüş = συμπόσιο, διασκέδαση (αντιδ. πιθ. αρχ. ελλ. συμπόσιον > περσ. > τουρκ. > νεοελλ. τσιμπούσι. Κατ’ άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.).

Ç : τσε
çaça = παλαιός ναύτης εμπορικού πλοίου || γυναίκα εργαζόμενη σε οίκο ανοχής (πιθ. ιταλ. zia(= θεία) > μεσν. ελλ. τσα, με αναδίπλωση. Κατ’ άλλη άποψη από το βουλγ. tsitsa (= θεία)).
çağanoz = κάβουρας (μεσν. ελλ. τασαγανός > τουρκ. Κατ’ άλλη άποψη τουρκ. > νεοελλ.Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική).
çanak = τσανάκι (αντιδ. μετγν. ελλ. σαννάκιον (= είδος ποτηριού) > τουρκ. > νεοελλ. Η λ. σαννάκιον απαντά μόνο στον Αθήναιο, ο οποίος αναφέρει ότι είναι “έκπωμα περσικόν”, δηλ. ποτήρι περσικό. Κατ’ άλλη άποψη η λ. çanak είναι τουρκική. Και είναι πολύ πιθανό τούτο, εφόσον απαντά σε τουρκικές γλώσσες πριν από τον 11ο αιώνα, χωρίς σύνδεση με άλλες γλώσσες. Υπάρχει όμως και μια άλλη τουρκική λ., λαϊκή περισσότερο, με την ίδια σημασία, η λ.senek (= ξύλινο δοχείο νερού), η οποία μορφολογικά αλλά και σημασιολογικά είναι πλησιέστερη προς το σαννάκιον. Κι αυτή βέβαια απαντά σε τουρκικές γλώσσες πριν από τον 11οαιώνα και μάλιστα είναι αγν. ετύμου, σύμφωνα με τον πρώτο Τούρκο μελετητή της τουρκικής γλώσσας, που έγραψε το λεξικό του το 1074, Kâşgarlı Mahmud. Και είναι πολύ πιο πιθανό η λ. σαννάκιον να αποτελεί την πηγή της τουρκικής senek, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Τούρκοι στις δάνειες λέξεις τον φθόγγο / a / συχνά τον μετατρέπουν σε / e / (πβ. semer < σαμάρι, mermer < μάρμαρο, mengene < μάγγανον κ.λπ.) παρά της λ. çanak -αν πρέπει οπωσδήποτε να συνδέσουμε κάποια από τις δύο με την ελληνική λέξη!).
çatra patra = έτσι κι έτσι, κουτσά στραβά (για τη γνώση μιας γλώσσας) (αντιδ. μεσν. ελλ. σάταλα πάταλα > τουρκ. > νεοελλ. τσάτρα πάτρα).
çembalo = μουσικό όργανο (αντδ. αρχ. ελλ. κύμβαλον > λατ. cymbalum > ιταλ. cembalo > νεοελλ., τουρκ.).
çetele = εγκοπή (μεσν. ελλ. σχεδάριον, υποκορ. του μετγν. ελλ. σχέδιον > λατ. schedula > ιταλ. cédola > τουρκ.).
çıvgar = ζευγάρι ζώων (αρχ. ελλ. ζευγάριον > τουρκ.).
çingene = Τσιγγάνος (μεσν. ελλ. αθίγγανος (α- στερητικό + θιγγάνω) > ατσίγγανος > τσιγγάνος > τουρκ.).
çipil = μάτι που έχουν πέσει οι βλεφαρίδες του || βρόμικος (μεσν. ελλ. τσίμπλα > τουρκ.).
çipura, çupra = τσιπούρα (αρχ. ελλ. ίππουρος > μεσν. ελλ. τσιππούρα > τουρκ.).
çiroz = τσίρος (πιθ. αρχ. ελλ. κηρίς (= είδος ψαριού) μεσν. ελλ. τσίρος > τουρκ.).
çotra = τσότρα, ξύλινο δοχείο νερού (αντιδ. αρχ. ελλ. κοτύλη (= κοιλότητα, κύπελλο) > λατ. cotyla > ιταλ. ciòtola > ρουμ. ciutură > τουρκ. çotra > νεοελλ. τσότρα).
çupra, çipura = τσιπούρα (αρχ. ελλ. ίππουρος > μεσν. ελλ. τσιππούρα > τουρκ.).

D : ντε

dağar = ταγάρι (μεσν. ελλ. ταγάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. ταγή (= μερίδα ζωοτροφής) > περσ. > παλ. τουρκ. tağar > σύγχρ. τουρκ. dağar).
daktilograf, daktilo = δακτυλογράφος (ελλ. > γαλλ. dactylographe και συντετμ. dactylo > τουρκ.).
daktilografi = δακτυλογραφία (ελλ. > γαλλ. dactylographie > τουρκ.).
daktiloskopi = δακτυλοσκοπία (ελλ. > γαλλ. dactyloscopie > τουρκ.).
defne = δάφνη (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
defter = τεφτέρι, δεφτέρι (αντιδ. μεσν. ελλ. διφθέριον > αραβ. > τουρκ. > νεοελλ. τεφτέρι).
deist = θεϊστής (ελλ. > γαλλ. déiste > τουρκ.).
deizm = θεϊσμός (ελλ. > γαλλ. déisme > τουρκ.).
dekagram = δέκα γραμμάρια (ελλ. > γαλλ. décagramme > τουρκ.).
dekalitre = δεκάλιτρο (ελλ. > γαλλ. décalitre > τουρκ.).
dekametre = δεκάμετρο (ελλ. > γαλλ. décamètre > τουρκ.).
dekaster = δέκα κυβ. μέτρα (αρχ. ελλ. δέκα + γαλλ. stère (= 1 κυβικό μέτρο καυσόξυλα) > τουρκ.).
dekatlon = δέκαθλο (ελλ. > γαλλ. décathlon > τουρκ.).
demagog = δημαγωγός (αρχ. ελλ. > γαλλ. démagogue > τουρκ.).
demagoji = δημαγωγία (αρχ. ελλ. > γαλλ. démagogie > τουρκ.).
demagojik = δημαγωγικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. démagogique > τουρκ.).
demet = δεμάτι (μετγν. ελλ. δεμάτιον > τουρκ.).
demiurgos = δημιουργός, ο παράγων υπέρ του δήμου (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
demograf = δημογράφος (ελλ. > γαλλ. démographe > τουρκ.).
demografi = δημογραφία (ελλ. > γαλλ. démographie > τουρκ.).
demografik = δημογραφικός (νεοελλ. > γαλλ. démographique > τουρκ.).
demokrasi = δημοκρατία (αρχ. ελλ. > γαλλ. démocratie > τουρκ.).
demokrat = δημοκράτης (αρχ. ελλ. > γαλλ. démocrate > τουρκ.).
demokratik = δημοκρατικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. démocratique > τουρκ.).
demokratlık = δημοκρατία (αρχ. ελλ. δημοκράτης + τουρκ. –lık > τουρκ.).
deontoloji = δεοντολογία (ελλ. > γαλλ. déontologie > τουρκ.).
deontolojik = δεοντολογικός (ελλ. > γαλλ. déontologique > τουρκ.).
deri = δέρμα (πιθ. αρχ. ελλ. δέρας, δέρμα > τουρκ.).
dermatit = δερματίτιδα (ελλ. > γαλλ. dermatite > τουρκ.).
dermatolog = δερματολόγος (ελλ. > γαλλ. dermatologue > τουρκ.).
dermatoloji = δερματολογία (ελλ. > γαλλ. dermatologie > τουρκ.).
dermatolojik = δερματολογικός (ελλ. > γαλλ. dermatologique > τουρκ.).
despot = δεσπότης, μητροπολίτης (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
despotik = δεσποτικός, αυταρχικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. despotique > τουρκ.).
despotizm = δεσποτισμός (ελλ. > γαλλ. despotisme > τουρκ.).
diaspora = διασπορά, μετανάστευση (μετγν. ελλ. > ιταλ. diaspora > τουρκ.).
didaktik = διδακτικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. didactique > τουρκ.).

difana = δίφανο, τριπλό δίχτυ ψαρέματος (νεοελλ. δίφανα, πληθ. του επιθ. δίφανο (= δίχτυ με δύο φανιές, δηλ. όψεις με μεγάλες θηλιές) > τουρκ.).
difteri = διφθερίτιδα (ελλ. > γαλλ. diphtérie > τουρκ.).
diftong = δίφθογγος (μετγν. ελλ. > γαλλ. diphtongue > τουρκ.).
dikel = δικέλλι (αρχ. ελλ. δίκελλα > μεσν. ελλ. δικέλλι > τουρκ.).
dilemma = δίλημμα (μετγν. ελλ. > τουρκ.).
dimi = δίμιτο, ύφασμα με πυκνή ύφανση (μεσν. ελλ. δίμιτον > τουρκ.).
dinamik = δυναμικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. dynamique > τουρκ.).
dinamit = δυναμίτης (ελλ. > γαλλ. dynamite > τουρκ.).
dinamizm = δυναμισμός (ελλ. > γαλλ. dynamisme > τουρκ.).
dinamo = δυναμό (ελλ. > γαλλ. dynamo > τουρκ.).
dinamometre = δυναμόμετρο (ελλ. > γαλλ. dynamomètre > τουρκ.).
dinozor = δεινόσαυρος (ελλ. > γαλλ. dinosaure > τουρκ.).
diploma = δίπλωμα (αρχ. ελλ. > ιταλ. diploma > τουρκ.).
diplomalı = διπλωματούχος (αρχ. ελλ. δίπλωμα + τουρκ. –lı > τουρκ.).
diplomasız = χωρίς δίπλωμα (αρχ. ελλ. δίπλωμα + τουρκ. –sız > τουρκ.).
diplomasi = διπλωματία (ελλ. > γαλλ. diplomatie > τουρκ.).
diplomat = διπλωμάτης (ελλ. > γαλλ. diplomate > τουρκ.).
diplomatik = διπλωματικός (ελλ. > γαλλ. diplomatique > τουρκ.).
diplomatlık = διπλωματία (ελλ. > γαλλ. diplomate + τουρκ. –lık > τουρκ.).
diren, dirgen = δικράνι, γεωργικό εργαλείο (αρχ. ελλ. δίκρανον > τουρκ.).
dirhem = δράμι (αντιδ. *δράχμιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. δραχμή > αραβ. dirhem > τουρκ. dirhem, μεσν. ελλ. δράμιον > νεοελλ. δράμι).
disk = δίσκος (αρχ. ελλ. > γαλλ. disque > τουρκ.).
diskotek = ντισκοτέκ (αντιδ. αρχ. ελλ. δίσκος + θήκη > γαλλ. discothèque > νεοελλ., τουρκ.).
ditiramp = διθύραμβος (αρχ. ελλ. > γαλλ. dithyrambe > τουρκ.).
diyabet = σακχαρώδης διαβήτης (μετγν. ελλ. > γαλλ. diabète > τουρκ.).
diyabetik = διαβητικός (νεοελλ. > γαλλ. diabétique > τουρκ.).
diyafram = διάφραγμα (αρχ. ελλ. > γαλλ. diaphragme > τουρκ.).
diyagonal = διαγώνιος (μετγν ελλ. > γαλλ. diagonal > τουρκ.).
diyagram = διάγραμμα (αρχ. ελλ. > γαλλ. diagramme > τουρκ.).
diyakoz = διάκος (μεσν. ελλ. > τουρκ.).
diyakroni = διαχρονία (ελλ. > γαλλ. diachronie > τουρκ.).
diyakronik = διαχρονικός (ελλ. > γαλλ. diachronique > τουρκ.).
diyalekt = διάλεκτος (αρχ. ελλ. > γαλλ. dialecte > τουρκ.).
diyalektik = διαλεκτική (αρχ. ελλ. > γαλλ. dialectique > τουρκ.).
diyalektoloji = διαλεκτολογία (ελλ. > γαλλ. dialectologie > τουρκ.).
diyalektolojik = διαλεκτολογικός (ελλ. > γαλλ. dialectologique > τουρκ.).
diyalel = διαλογισμός (αρχ. ελλ. > γαλλ. diallèle > τουρκ.).
diyaliz = διάλυση, ανάλυση (αρχ. ελλ. > γαλλ. dialyse > τουρκ.).
diyalog = διάλογος (αρχ. ελλ. > γαλλ. dialogue > τουρκ.).
diyapazon = διαπασών (αρχ. ελλ. > γαλλ. diapason > τουρκ.).
diyastaz = διάσταση (αρχ. ελλ. > γαλλ. diastase > τουρκ.).
diyastol = διαστολή (ιατρ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. diastole > τουρκ.).
diyet = δίαιτα (αρχ. ελλ. > γαλλ. diète > τουρκ.).
diyetetik = διαιτητική (ελλ. > γαλλ. diététique > τουρκ.).
diyez = δίεση (αρχ. ελλ. > γαλλ. dièse > τουρκ.).
diyoptri = διοπτρία, μονάδα ισχύος φακών (ελλ. > γαλλ. dioptrie > τουρκ.).
dizanteri = δυσεντερία (αρχ. ελλ. > γαλλ. dysenterie > τουρκ.).
dogma = δόγμα (αρχ. ελλ. > γαλλ. dogme > τουρκ.).
dogmatik = δογματικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. dogmatique > τουρκ.).
dogmatizm = δογματισμός (μετγν. ελλ. > γαλλ. dogmatisme > τουρκ.).
dolikosefal = δολιχοκέφαλος, μακροκέφαλος (ελλ. > γαλλ. dolichocéphale> τουρκ.).
doz = δόση (αρχ. ελλ. > γαλλ. dose > τουρκ.).
dragon = δράκοντας, δραγόνος (αντιδ. αρχ. ελλ. δράκων > λατ. draco > γαλλ. dragon > τουρκ., νεοελλ. δραγόνος).
drahmi = δραχμή (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
drahoma = τράχωμα, προίκα σε μετρητά (μεσν. ελλ. *τραχώνω (= προικίζω με τραχύ, δηλ. ασημένιο νόμισμα) > τουρκ.).
draje = κουφέτο (αρχ. ελλ. τράγημα (= ξηρός καρπός) > λατ. tragemata > γαλλ. dragée > τουρκ.).
dram = δράμα (αρχ. ελλ. > γαλλ. drame > τουρκ.).
dramatik = δραματικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. dramatique > τουρκ.).
dramaturg = δραματουργός (μετγν. ελλ. > γαλλ. dramaturge > τουρκ.).
dramaturji = δραματουργία (μετγν. ελλ. > γαλλ. dramaturgie > τουρκ.).
droseragiller = είδος φυτού (αρχ. ελλ. δροσερά + τουρκ –giller > τουρκ.).
düven = δουκάνη, δοκάνη, εργαλείο αλωνίσματος (αρχ. ελλ. τυκάνη > νεοελλ. δουκάνη > τουρκ.).

Ε : ε

efendi = αφέντης (αρχ. ελλ. αυθέντης > μεσν. ελλ. αφέντης > τουρκ.).
efendilik = αφεντιά (μεσν. ελλ. αφέντης + τουρκ. –lik > τουρκ.).
egemen = κυρίαρχος, ανεξάρτητος (αρχ. ελλ. ηγεμών > τουρκ.).
egoist = εγωιστής (ελλ. > γαλλ. egoïste > τουρκ.).
egoizm = εγωισμός (ελλ. > γαλλ. egoïsme > τουρκ.).
egzama = έκζεμα (μετγν. ελλ. > τουρκ.).
egzogami = εξωγαμία (νεοελλ. > γαλλ. exogamie > τουρκ.).
egzotik = εξωτικός (αντιδ. αρχ. ελλ. έξω > αρχ. ελλ. εξωτικός > γαλλ. exotique > τουρκ., νεοελλ.).
eklektik = εκλεκτικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. éclectique > τουρκ.).
eklektizm = εκλεκτισμός, εκλεκτικισμός (ελλ. > γαλλ. éclectisme > τουρκ.).
ekliptik = εκλειπτική (μετγν. ελλ. > γαλλ. écliptique > τουρκ.).
eko = ηχώ (αρχ. ελλ. > γαλλ. écho > τουρκ.).
ekol = σχολή, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό ρεύμα (αρχ. ελλ. σχολή > λατ. schola > γαλλ. école > τουρκ., πβ. okul).
ekolali = ηχολαλία (ελλ. > γαλλ. echolalie > τουρκ.).
ekolog = οικολόγος (ελλ. > γαλλ. écologue > τουρκ.).
ekoloji = οικολογία (ελλ. > γαλλ. écologie > τουρκ.).
ekolojik = οικολογικός (ελλ. > γαλλ. écologique > τουρκ.).
ekonometri = οικονομετρία (ελλ. > γαλλ. économétrie > τουρκ.).
ekonomi = οικονομία (αρχ. ελλ. > γαλλ. économie > τουρκ.).
ekonomik = οικονομικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. économique > τουρκ.).
ekonomist = οικονομολόγος (ελλ. > γαλλ. économiste > τουρκ.).
ekopraksi = ηχοπραξία, ηχοκινησία (ελλ. > γαλλ. échopraxie > τουρκ.).
eksen = άξονας (αρχ. ελλ. άξων > τουρκ.).
elastik = ελαστικός (αντιδ. μετγν. ελλ. ελαστός > γαλλ. élastique > τουρκ., νεοελλ.).
elastikî = ελαστικός (μετγν. ελλ. ελαστός > γαλλ. élastique + αραβ. –î > τουρκ.).
elastikiyet = ελαστικότητα (ελλ. > γαλλ. élastique + αραβ. –iyyet > τουρκ.).
elektrik = ηλεκτρικός (ελλ. > γαλλ. électrique > τουρκ.).
elektrikçi = ηλεκτρολόγος (ελλ. > γαλλ. électrique + τουρκ. -çi > τουρκ.).
elektriklenmek = ηλεκτρίζω (ελλ. > γαλλ. électrique + τουρκ. –lenmek >τουρκ.).
elektrolit = ηλεκτρολύτης (ελλ. > γαλλ. électrolyte > τουρκ.).
elektroliz = ηλεκτρόλυση (ελλ. > γαλλ. électrolyse > τουρκ.).
elektromanyetizma = ηλεκτρομαγνητισμός (ελλ. > γαλλ. électromagnetisme > τουρκ.).
elektromekanik = ηλεκτρομηχανικός (ελλ. > γαλλ. électromécanique > τουρκ.).
elektron = ηλεκτρόνιο (ελλ. > γαλλ. électron > τουρκ.).
elektronik = ηλεκτρονικός (ελλ. > γαλλ. électronique > τουρκ.).
elektroskop = ηλεκτροσκόπιο (ελλ. > γαλλ. électroscope > τουρκ.).
elektrostatik = ηλεκτροστατική (ελλ. > γαλλ. électrostatique > τουρκ.).
elektrot = ηλεκτρόδιο (ελλ. > γαλλ. électrode > τουρκ.).
elips = έλλειψη (γεωμ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. ellipse > τουρκ.).
elipsoit = ελλειψοειδής (ελλ. > γαλλ. ellipsoïde > τουρκ.).
eliptik = ελλειπτικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. elliptique > τουρκ.).
embriyoloji = εμβρυολογία (ελλ. > γαλλ. embryologie > τουρκ.).
embriyolojik = εμβρυολογικός (ελλ. > γαλλ. embryologique > τουρκ.).
embriyon = έμβρυο (αρχ. ελλ. > γαλλ. embryon > τουρκ.).
endemik = ενδημικός (ελλ. > γαλλ. endémique > τουρκ.).
endokrin = ενδοκρινής (ελλ. > γαλλ. endocrine > τουρκ.).
endokrinoloji = ενδοκρινολογία (ελλ. > γαλλ. endocrinologie > τουρκ.).
endokrinolojik = ενδοκρινολογικός (ελλ. > γαλλ. endocrinologique > τουρκ.).
endoskop = ενδοσκόπιο (ελλ. > γαλλ. endoscope > τουρκ.).
endoskopi = ενδοσκοπία (ελλ. > γαλλ. endoscopie > τουρκ.).
enerji = ενέργεια (αρχ. ελλ. > γαλλ. énergie > τουρκ.).
enerjik = ενεργειακός || ενεργητικός (αρχ. ελλ. ενεργητικός > γαλλ. énergique > τουρκ.).
engebe = εδαφική διαμόρφωση και ανωμαλία (αρχ. ελλ. εγκόπτω > μετγν. ελλ. εγκοπή > τουρκ.).
enginar = αγκινάρα (αρχ. ελλ. κυνάρα > μετγν. ελλ. κινάρα > μεσν. ελλ. αγκινάρα > τουρκ.).
entelekya = εντελέχεια (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
entimem = ενθύμημα (λογ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. enthymème > τουρκ.).
entomoloji = εντομολογία (ελλ. > γαλλ. entomologie > τουρκ.).
entomolojik = εντομολογικός (ελλ. > γαλλ. entomologique > τουρκ.).
entomolojist = εντομολόγος (ελλ. > γαλλ. entomologiste > τουρκ.).
entropi = εντροπία (στατιστ.) (αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. entropie > τουρκ., νεοελλ.).
enzim = ένζυμο (αντιδ. μεσν. ελλ. ένζυμος > γαλλ. enzym > νεοελλ., τουρκ.).
epidemi = επιδημία (αρχ. ελλ. > γαλλ. épidémie > τουρκ.).
epidemik = επιδημικός (νεοελλ. > γαλλ. épidémique > τουρκ.).
epidemioloji = επιδημιολογία (ελλ. > γαλλ. épidémiologie > τουρκ.).
epiderm = επιδερμίδα (αρχ. ελλ. επιδερμίς > γαλλ. épiderme > τουρκ.).
epifit = επίφυτος, παράσιτο φυτό (ελλ. > γαλλ. épiphyte > τουρκ.).
epigrafi = επιγραφική (μετγν. ελλ. επιγραφικός > γαλλ. épigraphie > τουρκ.).
epigram = επίγραμμα (αρχ. ελλ. > γαλλ. épigramme > τουρκ.).
epik = επικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. épique > τουρκ.).
epikerem = επιχείρημα (αρχ. ελλ. > γαλλ. épichérème > τουρκ.).
epilepsi = επιληψία (αρχ. ελλ. > γαλλ. épilepsie > τουρκ.).
epileptik = επιληπτικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. épileptique > τουρκ.).
epilog = επίλογος (αρχ. ελλ. > γαλλ. épilogue > τουρκ.).
episantır = επίκεντρο σεισμού (αρχ. ελλ. επίκεντρον > γαλλ. épicentre > τουρκ.).
epistemoloji = επιστημολογία (ελλ. > γαλλ. épistémologie > τουρκ.).
epistemolojik = επιστημολογικός (ελλ. > γαλλ. épistémologique > τουρκ.).
epitelyum = επιθήλιο (ελλ. > γαλλ. épithelium > τουρκ.).
epope = εποποιία (αρχ. ελλ. > γαλλ. épopée > τουρκ.).
erganun = όργανο εκκλησιαστικό (αρχ. ελλ. όργανον > τουρκ.).
ergonomi = εργονομία (ελλ. > γαλλ. ergonomie > τουρκ.).
ergonomik = εργονομικός (ελλ. > αγγλ. ergonomic > τουρκ.).
eristik = εριστικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. éristique > τουρκ.).
erkete (argo) = παρακολούθηση κάποιου (αρχ. ελλ. έρχεται > τουρκ.).
eroin = ηρωίνη (αντιδ. αρχ. ελλ. ηρωίνη > γαλλ. héroïne > τουρκ., νεοελλ.).
eros = έρως (αρχ. ελλ. > γαλλ. éros > τουρκ.).
erosal = ερωτικός (αρχ. ελλ. έρως > γαλλ. éros + τουρκ. –al > τουρκ.).
erotik = ερωτικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. érotique > τουρκ.).
erotizm = ερωτισμός (ελλ. > γαλλ. érotisme > τουρκ.).
eskatologya = εσχατολογία (ελλ. > τουρκ.).
eskiz = σχεδιάγραμμα, προσχέδιο (μετγν. ελλ. σχέδιον > γαλλ. esquisse > τουρκ.).
estetik = αισθητικός, αισθητική (αρχ. ελλ. > γαλλ. esthétique > τουρκ.).
estetikçi = αισθητικός (ουσ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. esthétique + τουρκ. –çi > τουρκ.).
estetizm = αισθητισμός (ελλ. > γαλλ. esthétisme > τουρκ.).
eter = αιθέρας (αρχ. ελλ. αιθήρ > λατ. aether > γαλλ. éther > τουρκ.).
etik = ηθική (ουσ.), ηθικός (επίθ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. éthique > τουρκ.).
etimoloji = ετυμολογία (μετγν. ελλ. > γαλλ. étymologie > τουρκ.).
etimolojik = ετυμολογικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. étymologique > τουρκ.).
etiyoloji = αιτιολογία (μετγν. ελλ. > γαλλ. étiologie > τουρκ.).
etiyolojik = αιτιολογία (μετγν. ελλ. > γαλλ. étiologique > τουρκ.).
etnik = εθνικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. ethnique > τουρκ.).
etnografik = εθνογραφικός (ελλ. > γαλλ. ethnographique > τουρκ.).
etnografya = εθνογραφία (ελλ. > γαλλ. ethnographie > τουρκ.).
etnolog = εθνολόγος (ελλ. > γαλλ. ethnologue > τουρκ.).
etnoloji = εθνολογία (ελλ. > γαλλ. ethnologie > τουρκ.).
etnolojik = εθνολογικός (ελλ. > γαλλ. ethnologique > τουρκ.).
etoloji = ηθολογία (βιολ.) (νεοελλ. > γαλλ. éthologie > τουρκ.).
etolojik = ηθολογικός (βιολ.) (νεοελλ. > γαλλ. éthologique > τουρκ.).
etüv = αποστειρωτήρας (αρχ. ελλ. τύφω (= καπνίζω) > γαλλ. étuve > τουρκ.).
evdemonizm = ευδαιμονισμός (αρχ. ελλ. > γαλλ. eudémonisme > τουρκ.).
evlek = αυλακιά, αυλάκι (μετγν. ελλ. αυλάκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. αύλαξ > νεοελλ. αυλάκι > τουρκ.).
ezoterik = εσωτερικός, μυστικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. ésotérique > τουρκ.).

F : φε

fagosit = φαγοκύτταρο (ελλ. > γαλλ. phagocyte > τουρκ.).
fagositoz = φαγοκυττάρωση, φαγοκύτωση (ελλ. > γαλλ. phagocytose > τουρκ.).
falaka = φάλαγγας (αρχ. ελλ. φάλαγξ > αραβ. > τουρκ.).
fallus = φαλλός, το ανδρικό γεννητικό όργανο (αρχ. ελλ. > λατ. phallus > τουρκ.).
falyanos = είδος φάλαινας (αρχ. ελλ. φάλλαινα > τουρκ.).
fangri = φαγγρί, είδος ψαριού (μεσν. ελλ. φαγρίον, υποκορ. του αρχ. ελλ. φάγρος > μεσν. ελλ. φαγγρί > τουρκ.).
fantasma = φάντασμα, οπτασία (αρχ. ελλ. > γαλλ. fantasme > τουρκ.).
fantastik = φανταστικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. fantastique > τουρκ.).
fantaziye = βλ. fantezi
fantazya = επίδειξη αράβων ιππέων σε γιορτές (αρχ. ελλ. φαντασία > τουρκ.).
fantezi = φαντασία, φαντασίωση, φανταστικός (αρχ. ελλ. φαντασία > γαλλ. fantaisie > τουρκ.).
fanus = φανός (αρχ. ελλ. > τουρκ.).

fanya = πρόσθετο αλιευτικό δίχτυ με μεγάλα “μάτια”, δηλ. θηλιές (νεοελλ. φανιά (= όψη, πλευρά διχτυού με μεγάλες θηλιές) > τουρκ.).
far = φανάρι τροχοφόρων (μετγν. ελλ. φάρος > γαλλ. phare > τουρκ.).
farenjit = φαρυγγίτιδα (ελλ. > γαλλ. pharyngite > τουρκ.).
farmakoloji = φαρμακολογία (ελλ. > γαλλ. pharmacologie > τουρκ.).
farmakolojik = φαρμακολογικός (ελλ. > γαλλ. pharmacologique > τουρκ.).
fasulye = φασόλι (μεσν. ελλ. φασηόλιον > τουρκ.).
fayton = παϊτόνι, άμαξα || είδος πουλιού (αρχ. ελλ. Φαέθων > γαλλ. phaéton > τουρκ. fayton, payton, βλ. λέξη).
faz = φάση (αρχ. ελλ. > γαλλ. phase > τουρκ.).
felsefe = φιλοσοφία (αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.).
fener = φανάρι (νεοελλ. > τουρκ.).
fenomen = φαινόμενο (αρχ. ελλ. > γαλλ. phénomène > τουρκ.).
fenomenizm = φαινομενισμός (ελλ. > γαλλ. phénomènisme > τουρκ.).
fenomenoloji = φαινομενολογία (ελλ. > γαλλ. phénoménologie > τουρκ.).
fenomenolojik = φαινομενολογικός (ελλ. > γαλλ. phénoménologique > τουρκ.).
ferace = φερετζές (πιθ. αντιδ. μεσν. ελλ. φορεσία > αραβ. > τουρκ., νεοελλ. φερετζές).
fesleğen = βασιλικός (φυτ.) (μετγν. ελλ. > τουρκ.).
feylesof = φιλόσοφος (αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.).
fıçı = βουτσί, μεγάλο βαρέλι (μετγν. ελλ. βούττις > μετγν. ελλ. βουττίον > μεσν. ελλ. βουτσίον > νεοελλ. βουτσί > τουρκ.).
fındık = φουντούκι (αντιδ. αρχ. ελλ. Πόντος > μετγν. ελλ. ποντικόν(κάρυον) > αραβ. > τουρκ. > νεοελλ.).
fırça = βούρτσα (πιθ. αρχ. ελλ. βύρσα (= κατεργασμένο δέρμα) > μεσν. ελλ. *βύρτσα, από το βυρτσίζω > τουρκ. Κατ’ άλλη άποψη από το αρχ. γερμ. burstja ή το αλβ. vurcë. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική).
fıstık = φιστίκι (αντιδ. μετγν. ελλ. πιστάκιον, υποκορ. του πιστάκη, αβέβ. ετύμου > αραβ. > τουρκ. > νεοελλ.).
fışkı = κοπριά (αρχ. ελλ. φύσκη > μετγν. ελλ. φύσκιον > νεοελλ. φουσκί > τουρκ.).
fidan = νεαρό φυτό, φυντάνι (αντιδ. μετγν. ελλ. φυτάνη > τουρκ. fidan > νεοελλ. φυντάνι).
fide = νεαρό φυτό για μεταφύτευση (αρχ. ελλ. φυτόν ή φυτεία > τουρκ.).
fiğ = βίκος (βοτ.) (μετγν. ελλ. βικίον > τουρκ.).
filantrop = φιλάνθρωπος (αρχ. ελλ. > γαλλ. philantrope > τουρκ.).
filarmoni = φιλαρμονία, αγάπη προς τη μουσική (ελλ. > γαλλ. philharmonie > τουρκ.).
filarmonik = φιλαρμονική (ελλ. > γαλλ. philharmonique > τουρκ.).
filateli = φολοτελισμός (αρχ. ελλ. φίλος + ατέλεια > γαλλ. philatélie > τουρκ.).

filenk = στρογγυλά δοκάρια που τοποθετούνται κάτω από μεγάλα βάρη, ιδίως σκάφη, για να διευκολύνουν τη μετακίνησή τους (μετγν. ελλ. φαλάγγιον (= στρογγυλό ξύλο), υποκορ. του αρχ. ελλ. φάλαγξ > τουρκ.).
filika = φελούκα, βάρκα έκτακτης ανάγκης πλοίου (πιθ. αντιδ. μετγν. ελλ. εφόλκιον > αραβ. > ιταλ. feluca > τουρκ., νεοελλ. φελούκα).
filiskin = φλησκούνι (αρχ. ελλ. βλήχων / γλήχων > μεσν. ελλ. βλησκούνι(ο)ν / φλησκούνιν > τουρκ.).
filiz = βλαστός (πιθ. αρχ. ελλ. φυλλίς, υποκορ. του φύλλον > τουρκ.).
filizî = ανοιχτό πράσινο χρώμα του βλαστού (πιθ. αρχ. ελλ. φυλλίς > τουρκ. filiz + αραβ. -î).
filoksera = φυλλοξήρα, φυλλοξέρα (ελλ. > γαλλ. phylloxéra > τουρκ.).
filolog = φιλόλογος (αρχ. ελλ. > γαλλ. philologue > τουρκ.).
filoloji = φιλολογία (αρχ. ελλ. > γαλλ. philologie > τουρκ.).
filolojik = φιλολογικός (μεσν. ελλ. φιλολογικός > γαλλ. philologique > τουρκ.).
filoz = φελλός που χρησιμοποιείται στα δίχτυα των ψαράδων (αρχ. ελλ. φελλός > τουρκ.).
filozof = φιλόσοφος (αρχ. ελλ. > γαλλ. philosophe > τουρκ.).
filozofik = φιλοσοφικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. philosophique > τουρκ.).
fire = φύρα (αρχ. ελλ. φυρώ (= αναμειγνύω) > μεσν. ελλ. φύρα > τουρκ.).

firfiri = λαμπρό κόκκινο χρώμα (αρχ. ελλ. πορφύρα > αραβ. > τουρκ.).
fiske = φούσκα, φουσκάλα || φούσκος, το χαστούκι (αρχ. ελλ. φύσκη > μετγν. ελλ. φούσκα > τουρκ.).
fitopatoloji = φυτοπαθολογία (ελλ. > γαλλ. phytopathologie > τουρκ.).
fitopatolojik = φυτοπαθολογικός (ελλ. > γαλλ. phytopathologique > τουρκ.).
fizik = φυσική (αρχ. ελλ. > γαλλ. physique > τουρκ.).
fizyoloji = φυσιολογία (αρχ. ελλ. > γαλλ. physiologie > τουρκ.).
fizyolojik = φυσιολογικός (αρχ. ελλ. φυσιολογικός > γαλλ. physiologique > τουρκ.).
fizyonomi = φυσιογνωμία (μετγν. ελλ. φυσιογνωμία > γαλλ. physionomie > τουρκ.).
fizyoterapi = φυσιοθεραπεία (ελλ. > γαλλ. physiothérapie > τουρκ.).
flebit = φλεβίτιδα (ελλ. > γαλλ. phlébite > τουρκ.).
flegmon = φλεγμονή (αρχ. ελλ. > γαλλ. phlegmon > τουρκ.).
flurya = φλώρος, είδος ωδικού πτηνού (αρχ. ελλ. χλωρίων > μεσν. ελλ. φλώρος > τουρκ.).
fok = φώκια (αρχ. ελλ. φώκη > γαλλ. phoque > τουρκ.).
fol = φώλι, φώλος (αρχ. ελλ. φωλεά > νεοελλ. φωλιά > φώλι > τουρκ.).
folluk = χώρος που προορίζεται να γεννούν οι κότες (αρχ. ελλ. φωλεά > νεοελλ. φωλιά > φώλι+ τουρκ. –luk > τουρκ.).
fonem = φώνημα (αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. phonème > τουρκ., νεοελλ.).
fonetik = φωνητικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. phonétique > τουρκ.).
fonograf = φωνογράφος (ελλ. > γαλλ. phonographe > τουρκ.).
fonografi = φωνογραφία (ελλ. > γαλλ. phonographie > τουρκ.).
fonojenik = φωνογενής (ελλ. > γαλλ. phonogénique > τουρκ.).
fonoloji = φωνολογία (ελλ. > γαλλ. phonologie > τουρκ.).
fonolojik = φωνολογικός (ελλ. > γαλλ. phonologique > τουρκ.).
foroz = ψαριά, το σύνολο των ψαριών του διχτυού (αρχ. ελλ. φορά > τουρκ.).
fosfor = φωσφόρος (αρχ. ελλ. > γαλλ. phosphore > τουρκ.).

fota = είδος βουτσιού για κρασί (μετγν. ελλ. βούττις (= κάδος) > νεοελλ. βούτα > τουρκ.).
foto = φως (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
fotoelektrik = φωτοηλεκτρικός, φωτοηλεκτρισμός (ελλ. > γαλλ. photoélectrique > τουρκ.).
fotoğraf, fotoğrafya = φωτογραφία (ελλ. > γαλλ. photographe > τουρκ.).
fotojenik = φωτογενής (μετγν. ελλ. > γαλλ. photogénique > τουρκ.).
fotokopi = φωτοτυπία (αρχ. ελλ. φωτο– + γαλλ. copie > γαλλ. photocopie >τουρκ.).
fotomekanik = φωτομηχανικός (ελλ. > γαλλ. photomécanique > τουρκ.).
fotometre = φωτόμετρο (ελλ. > γαλλ. photomètre > τουρκ.).
fotometri = φωτομετρία (ελλ. > γαλλ. photométrie > τουρκ.).
fotosentez = φωτοσύνθεση (ελλ. > γαλλ. photosynthèse > τουρκ.).
fotosfer = φωτόσφαιρα (ελλ. > γαλλ. photosphère > τουρκ.).
fototaksi = φωτοταξία (ελλ. > γαλλ. phototaxie > τουρκ.).
fototaktizm = φωτοτακτισμός (ελλ. > γαλλ. phototactisme > τουρκ.).
fototerapi = φωτοθεραπεία (ελλ. > γαλλ. photothérapie > τουρκ.).
fototropizm = φωτοτροπισμός (ελλ. > γαλλ. phototropisme > τουρκ.).
frenoloji = φρενολογία (ελλ. > γαλλ. phrénologie > τουρκ.).

frisa = ρέγκα καπνιστή (αρχ. ελλ. θρίσσα > νεοελλ. φρίσσα > τουρκ.).

futa = είδος αγωνιστικού πλοιαρίου (μετγν. ελλ. βούττις (= κάδος) > νεοελλ. βούτα > τουρκ.).

G : γκε

galaksi = γαλαξίας (αρχ. ελλ. γαλαξίας (κύκλος) > γαλλ. galaxie > τουρκ.).
galoş = γαλότσα (αρχ. ελλ. καλόπους > λατ. calopus > γαλ. galoche > τουρκ.).

garoz = τα εντόσθια της παλαμίδας και του τορικιού (αρχ. ελλ. γάρος (= είδος σάλτσας από άρμη και εντόσθια ψαριών) > τουρκ.).
gam = γκάμμα (αντιδ. αρχ. ελλ. γάμμα > ιταλ. gammα, γαλλ. gamme > τουρκ., νεοελλ.).
gamet = γαμέτης (αντιδ. αρχ. ελλ. γαμέτης > γαλλ. gamète > τουρκ., νεοελλ.).
gangren = βλ. kangren
gargara = γαργάρα (νεοελλ. γαργάρα > τουρκ.).
gastrit = γαστρίτιδα (ελλ. > γαλλ. gastrite > τουρκ.).
gastronom = γαστρονόμος (νεοελλ. > γαλλ. gastronome > τουρκ.).
gastronomi = γαστρονομία (μετγν. ελλ. > γαλλ. gastronomie > τουρκ.).
gem = γκέμι, χαλινάρι (πιθ. αντιδ. αρχ. ελλ. κημός (“στομίς τω χαλινώ εμφερής”, Ησύχ., πβ. Ξεν. Ιππ. 5, 3) > τουρκ. > νεοελλ. γκέμι).
genetik = γενετικός (ελλ. > γαλλ. génétique > τουρκ.).
geometri = γεωμετρία (αρχ. ελλ. > γαλλ. géométrie > τουρκ.).
geometrik = γεωμετρικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. géométrique > τουρκ.).
gitar = κιθάρα (αρχ. ελλ. > γαλλ. guitare > τουρκ.).
glikoz = γλυκόζη (ελλ. > γαλλ. glycose > τουρκ.).
gliserin = γλυκερίνη (ελλ. > γαλλ. glycérine > τουρκ.).
gondol = γόνδολα (πιθ. αντιδ. μεσν. ελλ. κοντούρα > ιταλ. gondola > τουρκ., νεοελλ.).
gönder = κοντάρι (μετγν. ελλ. κοντάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κοντός > μεσν. ελλ. κοντάρι(ν)> τουρκ.).
gönye = γωνία, τρίγωνο, γνώμονας (αρχ. ελλ. γωνία > τουρκ.).
grafik = γραφικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. graphique > τουρκ.).
grafit = γραφίτης (αντιδ. αρχ. ελλ. γράφω > γαλλ. graphite > τουρκ., νεοελλ.).
grafolog = γραφολόγος (ελλ. > γαλλ. graphologue > τουρκ.).
grafoloji = γραφολογία (ελλ. > γαλλ. graphologie > τουρκ.).
gram = γραμμάριο (μετγν. ελλ. > γαλλ. gramme > τουρκ.).
gramer = γραμματική (αρχ. ελλ. > γαλλ. grammaire > τουρκ.).
gramofon = γραμμόφωνο (ελλ. > γαλλ. gramophone > τουρκ.).
grotesk = γκροτέσκο (αρχ. ελλ. κρύπτη > λατ. crypta > ιταλ. grotta > ιταλ. grottesca > γαλλ. grotesque > τουρκ.).
gübre = κοπριά (αρχ. ελλ. κοπρία > τουρκ.).
güderi = δέρμα κατσίκας (μεσν. ελλ. κωδάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κώδιον (= προβιά, δέρμα προβάτου) > τουρκ.).
güğüm = γκιούμι, μεταλλικό κανάτι (Τα ελληνικά ετυμολογικά λεξικά θεωρούν τη λέξη τουρκική. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας είναι ελληνική η λέξη. Πιθανώς θεωρεί ότι προέρχεται από το μεσν. ελλ. κουκούμιον, υποκορ. του λατ. cucuma(= λέβης, καζάνι)).

H : χε

halat = καραβόσκοινο, παλαμάρι (αρχ. ελλ. καλώδιον, υποκορ. του κάλως (= σκοινί) > τουρκ.).
hale = άλως, φωτεινός δακτύλιος γύρω από τη σελήνη (αρχ. ελλ. άλως (= αλώνι) > αραβ. > τουρκ.).
halka = χαλκάς (αντιδ. αρχ. ελλ. χαλκός > αραβ. > τουρκ. halka > νεοελλ. χαλκάς).
halter = αλτήρας (αρχ. ελλ. αλτήρ > γαλλ. haltère > τουρκ.).
hani = χάννος (ιχθ.) (αρχ. ελλ. χάννα/-η > τουρκ.).
harharyas = καρχαρίας (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
harita, harta = χάρτης (αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.).
harmoni, armoni = αρμονία (αρχ. ελλ. > γαλλ. harmonie > τουρκ.).
harmonyum = αρμόνιο (αντιδ. αρχ. ελλ. αρμονία > λατ. harmonia > αγγλ., γαλλ. harmonium > τουρκ., νεοελλ.).
haydi = άντε, άιντε (αρχ. ελλ. άγετε > νεοελλ. άιντε > τουρκ.).
hedonizm = ηδονισμός (ελλ. > γαλλ. hédonisme > τουρκ.).
hegemonya = ηγεμονία (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
hektar = εκτάριο (αντιδ. αρχ. ελλ. εκατόν + γαλλ. –are > γαλλ. hectare > τουρκ., νεοελλ.).
hektogram = εκατό γραμμάρια (αρχ. ελλ. εκατόν + γραμμάριον > γαλλ. hectogramme > τουρκ.).
hektolitre = εκατόλιτρο (ελλ. > γαλλ. hectolitre > τουρκ.).
hektometre = εκατόμετρο (ελλ. > γαλλ. hektomètre > τουρκ.).
helezon = έλικας, κοχλίας (αρχ. ελλ. ελίσσων, μετχ. του ελίσσω > αραβ. > τουρκ.).
helikoit = ελικοειδής (μετγν. ελλ. > γαλλ. hélicoïde > τουρκ.).
helikopter = ελικόπτερο (ελλ. > γαλλ. hélicoptère > τουρκ.).
helis = έλικας (μαθ.) (αρχ. ελλ. έλιξ > γαλλ. hélice > τουρκ.).
helyoterapi = ηλιοθεραπεία (ελλ. > γαλλ. héliothérapie > τουρκ.).
hematit = αιματίτης (λιθ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. hématite > τουρκ.).
hematoloji = αιματολογία (ελλ. > γαλλ. hématologie > τουρκ.).
hematolojik = αιματολογικός (ελλ. > γαλλ. hématologique > τουρκ.).
hemofili = αιμοφιλία (ελλ. > γαλλ. hémophilie > τουρκ.).
hemoroit = αιμορροΐδες (αρχ. ελλ. > αγγλ. hemorroid > τουρκ.).
hepatit = ηπατίτιδα (αρχ. ελλ. ηπατίτις > γαλλ. hépatite > τουρκ.).

herek = πάσσαλος για τη στήριξη αναρριχώμενων φυτών, φούρκα (αρχ. ελλ. χάραξ (= στήριγμα των κλημάτων, πάσσαλος) > τουρκ.).
heterodoks = ετερόδοξος (μετγν. ελλ. > γαλλ. hétérodoxe > τουρκ.).
heterogen = ετερογενής (αρχ. ελλ. > γαλλ. heterojen > τουρκ.).
heyula = η ύλη, το χάος (αρχ. ελλ. ύλη > αραβ. > τουρκ.).
hıristiyan = βλ. hristiyan
hidrodinamik = υδροδυναμική (ελλ. > γαλλ. hydrodynamique > τουρκ.).
hidroelektrik = υδροηλεκτρικός (ελλ. > γαλλ. hydro-électrique > τουρκ.).
hidrofil = υδρόφιλος (ελλ. > γαλλ. hydrophile > τουρκ.).
hidrofor = υδροφόρος (αρχ. ελλ. > γαλλ. hydrophore > τουρκ.).
hidrografi = υδρογραφία (ελλ. > γαλλ. hydrographie > τουρκ.).
hidrojen = υδρογόνο (ελλ. > γαλλ. hydorogène > τουρκ.).
hidroksil = υδροξύλιο (ελλ. > γαλλ. hydroxile > τουρκ.).
hidroksit = υδροξίδιο (ελλ. > γαλλ. hydroxide > τουρκ.).
hidroliz = υδρόλυση (ελλ. > γαλλ. hydrolyse > τουρκ.).
hidroloji = υδρολογία (ελλ. > γαλλ. hydrologie > τουρκ.).
hidrometre = υδρόμετρο (ελλ. > γαλλ. hydromètre > τουρκ.).
hidrosfer = υδρόσφαιρα (ελλ. > γαλλ. hydrosphère > τουρκ.).
hidroskopi = υδροσκοπία (μετγν. ελλ. > γαλλ. hydroscopie > τουρκ.).
hidrostatik = υδροστατική (ελλ. > γαλλ. hydrostatique > τουρκ.).
hidroterapi = υδροθεραπεία (ελλ. > γαλλ. hydrothérapie > τουρκ.).
higrometre = υγρόμετρο (μετγν. ελλ. > γαλλ. hygromètre > τουρκ.).
higroskop = υγροσκόπιο (ελλ. > γαλλ. hygroscope > τουρκ.).
hijyen = υγιεινή (ουσ.), υγιεινός (αρχ. ελλ. υγιεινός > γαλλ. hygiène > τουρκ.).
hilozoizm = υλοζωισμός (ελλ. > γαλλ. hylozoïsme > τουρκ.).
himen = παρθενικός υμένας (αρχ. ελλ. υμήν > γαλλ. hymen > τουρκ.).
hiperbol = υπερβολή (μαθ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. hyperbole > τουρκ.).
hiperbolik = υπερβολικός (μαθ.) (μετγν. ελλ. > γαλλ. hyperbolique > τουρκ.).
hiperboloit = υπερβολοειδής (μαθ.) (ελλ. > γαλλ. hyperboloïde > τουρκ.).
hipermetrop = υπερμέτρωψ (ελλ. > γαλλ. hypermétrope > τουρκ.).
hipnoz = ύπνωση (ελλ. > γαλλ. hypnose > τουρκ.).
hipodrom = ιππόδρομος (αρχ. ελλ. > γαλλ. hippodrome > τουρκ.).
hipofiz = υπόφυση (μετγν. ελλ. > γαλλ. hypophyse > τουρκ.).
hipopotam = ιπποπόταμος (μετγν. ελλ. > γαλλ. hippopotame > τουρκ.).
hipostaz = υπόσταση (αρχ. ελλ. > γαλλ. hypostase > τουρκ.).
hipotenüs = υποτείνουσα (αρχ. ελλ. > γαλλ. hypoténuse > τουρκ.).
hipotetik = υποθετικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. hypothétique > τουρκ.).
hipotez = υπόθεση (αρχ. ελλ. > γαλλ. hypothèse > τουρκ.).
histerezis = καθυστέρηση τοκετού (αρχ. ελλ. υστέρησις > γαλλ. hystérésis> τουρκ.).
histeri = υστερία (αντιδ. αρχ. ελλ. υστέρα (= μήτρα) > γαλλ. hystérie > νεοελλ., τουρκ.).
hiyerarşi = ιεράρχηση (μεσν. ελλ. > γαλλ. hiérarchie > τουρκ.).
hiyeroglif = ιερογλυφικά (μετγν. ελλ. > γαλλ. hiéroglyphe > τουρκ.).
homojen = ομογενής (αρχ. ελλ. > γαλλ. homogène > τουρκ.).
homolog = ομόλογος (αρχ. ελλ. > γαλλ. homologue > τουρκ.).
homonim = ομώνυμος (αρχ. ελλ. > γαλλ. homonyme > τουρκ.).
homoteti = ομοιοθεσία (γεωμ.) (ελλ. > γαλλ. homothétie > τουρκ.).
hora = κυκλικός χορός (αρχ. ελλ. χορεία > τουρκ.).
hormon = ορμόνη (αντιδ. αρχ. ελλ. ορμώ > γαλλ. hormone > τουρκ., νεοελλ.).
horon = γενική ονομασία ποντιακών χορών (αρχ. ελλ. χορόν, αιτ. του χορός > τουρκ.).
hoyrat = χωριάτης, άξεστος (μεσν. ελλ. > τουρκ., με αντιμετάθεση).
hristiyan = χριστιανός (μετγν. ελλ. > τουρκ.).
huni = χωνί (μεσν. ελλ. χωνίον, υποκορ. του αρχ. ελλ. χώνη > νεοελλ. > τουρκ.).

I : ι άφωνο

ığrıp = γρίπος, αλιευτικό μέσο (μετγν. ελλ. γρίπος > τουρκ.).
ıklim = βλ. iklim
ırgat = εργάτης (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
ırıp = βλ. ığrıp
ıskara = βλ. ızgara
ıskarmoz = σκαρμός, σκαλμός || είδος ψαριού (αρχ. ελλ. σκαλμός > μεσν. ελλ. σκαρμός > ιταλ. scarmo > τουρκ.).
ıspazmoz = σπασμός (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
ıstakoz = αστακός (μεσν. ελλ. > τουρκ.).
ıstar = ιστός, υφαντικό εργαλείο (μετγν. ελλ. ιστάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. ιστός > τουρκ.).
ıstavroz = βλ. istavroz
ızgara = σχάρα (μετγν. ελλ. > τουρκ.).

İ : ι

idea = ιδέα (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
ideal = ιδεώδης (αρχ. ελλ. ιδέα > γαλλ. idéal > τουρκ.).
idealist = ιδεαλιστής (ελλ. > γαλλ. idéaliste > τουρκ.).
idealizm = ιδεαλισμός (ελλ. > γαλλ. idéalisme > τουρκ.).
ideolog = ιδεολόγος (ελλ. > γαλλ. idéologue > τουρκ.).
ideoloji = ιδεολογία (ελλ. > γαλλ. idéologie > τουρκ.).
ideolojik = ιδεολογικός (ελλ. > γαλλ. idéologique > τουρκ.).
idil = ειδύλλιο (φιλ.) (μετγν. ελλ. > γαλλ. idylle > τουρκ.).
idiopati = ιδιοπάθεια (μετγν. ελλ. > γαλλ. idiopathie > τουρκ.).
idol = είδωλο (αρχ. ελλ. > λατ. idolum > γαλλ. idole > τουρκ.).
iklim = κλίμα (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
ikon = θρησκευτική εικόνα (αρχ. ελλ. εικών > γαλλ. icône > τουρκ.).
ikonografi = εικονογραφία, μελέτη και ανάλυση των εικόνων (μετγν. ελλ. εικονογραφία > γαλλ. iconographie > τουρκ.).
iksir = ελιξήριο (μετγν. ελλ. ξηρίον (= σκόνη επουλωτική τραυμάτων) > αραβ. > τουρκ. Το νεοελλ. ελιξήριο είναι αντιδ. μέσου ξένου όρου, αγγλ. elixir, γαλλ. élixir).
ilistir = διυλιστήριο, φίλτρο (αρχ. ελλ. διυλίζω > μεσν. ελλ. διυλιστήριον > τουρκ.).
imbat = μπάτης, θαλασσινός αέρας (μετγν. ελλ. εμβάτης > τουρκ. Η ετυμολογία αυτή δεν είναι πιθανή, διότι η λ. εμβάτης σημαίνει είδος υποδήματος και μόνο κυριολεκτικά μπορεί να σημαίνει αυτόν που εισέρχεται κάπου, στην προκειμένη περίπτωση τον άνεμο που κατευθύνεται προς την ξηρά προερχόμενος από τη θάλασσα. Μια άλλη ετυμολογία που συνδέει τη λ. μπάτης με την τουρκ. λ. batı (= δύση) είναι προϊόν προφανώς παρετυμολογίας, διότι δύση και μπάτης τυχαία μόνο σχέση έχουν. Μια τρίτη πιθανότερη πρόταση είναι η σύνδεση της λ. με το ιταλ. vènto d’ imbatto (= θαλασσινός άνεμος προς την ξηρά). Κατά συνέπεια το νεοελλ. μπάτης προέρχεται είτε από το τουρκ. imbat ή το ιταλ. imbatto).
incil = Ευαγγέλιο (αρχ. ελλ. ευαγγέλιον > αραβ. > τουρκ.).
inorganik = ανόργανος (μετγν. ελλ. > γαλλ. inorganique > τουρκ.).
ipotek = υποθήκη (αρχ. ελλ. > γαλλ. hypothèque > τουρκ.).
ipotetik = υποθετικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. hypothétique > τουρκ.).
ipotez = βλ. hipotez
iridyum = ιρίδιο (ελλ. > γαλλ. iridium > τουρκ.).
iris = ίριδα (αντιδ. αρχ. ελλ. ίρις > γαλλ. iris > τουρκ., νεοελλ.).
ironi = ειρωνεία (αρχ. ελλ. > γαλλ. ironie > τουρκ.).
ironik = ειρωνικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. ironique > τουρκ.).
isfenks = βλ. sfenks
isfendan = σφεντάμι, είδος δένδρου (μετγν. ελλ. σφένδαμνος > περσ. > τουρκ.).
iskelet = σκελετός (αρχ. ελλ. > γαλλ. squelette > τουρκ.).
iskete = σκαθί, είδος πουλιού (αρχ. ελλ. σκανθίον > νεοελλ. σκαθί > τουρκ.).
iskolâstik = βλ. skolastik
iskorpit = σκορπίδι (ιχθ.) (μετγν. ελλ. σκορπίδιον > τουρκ.).
ispari = σπάρος (ιχθ.) (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
ispati = σπαθί (χαρτοπ.) (μετγν. ελλ. σπαθίον > τουρκ.).
ispinoz = σπίνος (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
istalâgmit = βλ. stalagmit
istalâktit = βλ. stalaktit
Istanbul = Κωνσταντινούπολη (αρχ. ελλ. εις την πόλιν > τουρκ.).
istavrit = σαυρίδι (μετγν. ελλ. σαυρίδιον > τουρκ.).
istavroz = σταυρός (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
isteri = υστερία (αντιδ. αρχ. ελλ. υστέρα > γαλλ. hystérie > τουρκ., νεοελλ.).
istif = στοίβα (αρχ. ελλ. στοιβή > μετγν. ελλ. στοιβάζω > νεοελλ. στοίβα > τουρκ.).
istiridye = στρείδι (μεσν. ελλ. οστρείδιον > τουρκ.).
istoacılık = βλ. stoacılık
istrongilos = σμαρίδα (ιχθ.) (μεσν. ελλ. στρογγυλός > τουρκ.).
iyon = ιόν (φυσ. χημ.) (αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. ion > τουρκ., νεοελλ.).
iyot = ιώδιο (αντιδ. αρχ. ελλ. ιώδης, ίον > γαλλ. iode > τουρκ., νεοελλ.).
izmarit = σμαρίδι (ιχθ.) || αποτσίγαρο, γώπα (που είναι και είδος ψαριού) (αρχ. ελλ. σμαρίς > τουρκ.).
izobar = ισοβαρής (αρχ. ελλ. > γαλλ. isobare > τουρκ.).
izohips = ισοϋψής (αρχ. ελλ. > γαλλ. isohypse > τουρκ.).
izomeri = ισομέρεια (χημ.) (ελλ. > γαλλ. isomérie > τουρκ.).
izotop = ισότοπο (φυσ.) (ελλ. > γαλλ. isotope > τουρκ.).

J : ζε παχύ, όπως το αντίστοιχο γαλλικό

jant = ζάντα (αντιδ. αρχ. δωρ. καμπά > λατ. gamba, camba > γαλλ. jante > τουρκ., νεοελλ.).
jeodezi = γεωδαισία (αρχ. ελλ. > γαλλ. géodésie > τουρκ.).
jeofizik = γεωφυσική (ελλ. > γαλλ. géophysique > τουρκ.).
jeolog = γεωλόγος (ελλ. > γαλλ. géologue > τουρκ.).
jeoloji = γεωλογία (ελλ. > γαλλ. géologie > τουρκ.).
jeolojik = γεωλογικός (ελλ. > γαλλ. géologique > τουρκ.).
jeomorfoloji = γεωμορφολογία (ελλ. > γαλλ. géomorphologie > τουρκ.).
jeomorfolojik = γεωμορφολογικός (ελλ. > γαλλ. géomorphologique > τουρκ.).
jeotermi = γεωθερμία (ελλ. > γαλλ. géothermie > τουρκ.).
jeotermik = γεωθερμικός (ελλ. > γαλλ. géothermique > τουρκ.).
jimnastik = γυμναστική (αρχ. ελλ. > γαλλ. gymnastique > τουρκ.).
jinekoloji = γυναικολογία (ελλ. > γαλλ. gynécologie > τουρκ.).
jinekolojik = γυναικολογικός (ελλ. > γαλλ. gynécologique > τουρκ.).

K : κε

kadastro = κτηματολόγιο (μεσν. ελλ. κατάστιχον > ιταλ. catasto > γαλλ. cadastre > τουρκ.).
kadırga = κάτεργο (μετγν. ελλ. > τουρκ.).
kadmiyum = κάδμιο (χημ.) (αντιδ. μετγν. καδμεία (= είδος ορυκτού) > νεολατ. cadmium > γαλλ. cadmium > νεοελλ., τουρκ.).
kafa = κεφάλι (πιθ. αρχ. ελλ. κεφαλή > αραβ. > τουρκ.).
kaka = κόπρανα, κακό, άσχημο (στη γλώσσα των νηπίων) (αρχ. ελλ. κακόν (πβ. αρχ. ελλ. κάκκη= περιττώματα) > τουρκ.).
kakofoni = κακοφωνία (μετγν. ελλ. > γαλλ. cacophonie > τουρκ.).
kaktüs = κάκτος (αρχ. ελλ. > γαλλ. cactus > τουρκ.).
kalamar = καλαμάρι (μετγν. ελλ. καλαμάριον > τουρκ.).
kalamata = ελιές Καλαμάτας (μεσν. ελλ. Καλαμάτα (= πόλη της Πελοποννήσου) > τουρκ.).
kalay = καλάι, κασσίτερος (αντιδ. μετγν. ελλ. κάλαϊς, αγν. ετύμου > τουρκ. > νεοελλ. καλάι).
kalem = μολύβι, καλάμι (αρχ. ελλ. κάλαμος > μετγν. ελλ. καλάμιον > αραβ. > τουρκ.).
kaleydoskop = καλειδοσκόπιο (ελλ. > γαλλ. kaléidoscope > τουρκ.).
kalıp = καλούπι (αντιδ. αρχ. ελλ. καλόπους > αραβ. > τουρκ. > μεσν. ελλ. καλούπιν > νεοελλ.).
kaligrafi = καλλιγραφία (μετγν. ελλ. > γαλλ. calligraphie > τουρκ.).
kalinos = γουλιανός (ιχθ.) (αρχ. ελλ. γλάνις / γλανίς > νεοελλ. γουλιανός > τουρκ.).
kaliptra = καλύπτρα, το προστατευτικό κάλυμμα στην κορυφή της ρίζας των φυτών (αρχ. ελλ. > γαλλ. calyptre > τουρκ.).
kaloma = καλούμπα (αντιδ. αρχ. ελλ. κάλυμμα ή πιθανότερο μετγν. ελλ. χάλασμα (= χαλάρωμα) > ιταλ. caluma > τουρκ., νεοελλ.).
kaloş = βλ. galoş
kama = δίκοπο μαχαίρι (μετγν. ελλ. καμάκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κάμαξ > νεοελλ. καμάκι > τουρκ. Κατ’ άλλη άποψη η λέξη είναι τουρκική).
kamara = καμπίνα πλοίου (αρχ. ελλ. καμάρα, αβέβ. ετύμου > ιταλ. cámera > τουρκ.).
kambur = καμπούρης (αντιδ. αρχ. ελλ. καμπύλος > τουρκ. > νεοελλ. Κατ’ άλλη άποψη η λέξη είναι τουρκική).
kameriye = καμάρα, θολωτό στέγαστρο σκεπασμένο με πρασινάδα (αρχ. ελλ. καμάρα, αβέβ. ετύμου > ιταλ. cámera > τουρκ.).
kanaviçe = κανναβάτσο (αντιδ. αρχ. ελλ. κάνναβις > λατ. cannabis > ιταλ. canavaccio > μεσν. ελλ. κανναβάτσον, τουρκ.).
kanca = γάντζος (αντιδ. αρχ. ελλ. γαμψός > βεν. ganzo, ιταλ. gáncio > τουρκ., νεοελλ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ιταλική).
kanepe = καναπές (αντιδ. μετγν. ελλ. κωνωπείον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κώνωψ > λατ. conopeum > γαλλ. canapé > νεοελλ. καναπές > τουρκ.).
kangal = σπείρα σύρματος, σωλήνα, σκοινιού κ.λπ. (μετγν. ελλ. κάγχαλος (= κρίκος πόρτας) > νεοελλ. *καγκάλι > τουρκ.).
kangren = γάγγραινα (αρχ. ελλ. > γαλλ. gangrène > τουρκ.).
kanon = κανόνας (μουσ.) (αρχ. ελλ. κανών > γαλλ. canon > τουρκ.).
kantaron = κενταύριο, είδος φυτού (αρχ. ελλ. κενταύρ(ε)ιον > τουρκ.).
kanun = κανόνας || κανονάκι (μουσ.) (αρχ. ελλ. κανών > αραβ. > τουρκ.).
kanuni = κανονικός, νομικός (αρχ. ελλ. κανών > αραβ. > τουρκ.).
kaos = χάος (αρχ. ελλ. > γαλλ. chaos > τουρκ.).
kapari = κάππαρη (αρχ. ελλ. κάππαρις > τουρκ.).
karakoncolos = καλικάντζαρος (αβέβ. ετύμου, πιθ. μετγν. ελλ. καλίγιον (= υπόδημα) > καλίκι + άντζα (= κνήμη) > νεοελλ. καλικάντζαρος > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας είναι ελληνική η λέξη).
karakter = χαρακτήρας (αρχ. ελλ. χαρακτήρ > γαλλ. caractère > τουρκ.).
karakteristik = χαρακτηριστικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. caractéristique > τουρκ.).
karakteroloji = χαρακτηρολογία (ελλ. > γαλλ. caractérologie > τουρκ.).
karanfil = γαρύφαλλο (αντιδ. μετγν. ελλ. καρυόφυλλον > βεν. garofolo > μεσν. ελλ. γαρύφαλλον> αραβ. > τουρκ.).
karavide, kerevides, kerevit = καραβίδα (μετγν. ελλ. καραβίς > τουρκ.).
kardiyak = καρδιακός (μετγν. ελλ. > γαλλ. cardiaque > τουρκ.).
kardiyograf = καρδιογράφος (ελλ. > γαλλ. cardiographe > τουρκ.).
kardiyografi = καρδιογραφία (ελλ. > γαλλ. cardiographie > τουρκ.).
kardiyogram = καρδιογράφημα (ελλ. > γαλλ. cardiogramme > τουρκ.).
kardiyolog = καρδιολόγος (ελλ. > γαλλ. cardiologue > τουρκ.).
kardiyoloji = καρδιολογία (ελλ. > γαλλ. cardiologie > τουρκ.).
kardiyolojik = καρδιολογικός (ελλ. > γαλλ. cardiologique > τουρκ.).
kardiyopati = καρδιοπάθεια (ελλ. > γαλλ. cardiopathie > τουρκ.).
kardiyoskleroz = καρδιοσκλήρυνση (ελλ. > γαλλ. cardiosclérose > τουρκ.).
kardiyoskop = καρδιοσκόπιο (ελλ. > γαλλ. cardioscope > τουρκ.).
kardiyoskopi = καρδιοσκοπία (ελλ. > γαλλ. cardioscopie > τουρκ.).
karfiçe = καρφίτσα (αρχ. ελλ. κάρφος > μετγν. ελλ. καρφίον > νεοελλ. καρφίτσα > τουρκ.).
karides = γαρίδα (αρχ. ελλ. καρίς > τουρκ.).
karizma = χάρισμα (μετγν. ελλ. > γαλλ. charisme > τουρκ.).
karizmatik = χαρισματικός (ελλ. > γαλλ. charismatique > τουρκ.).
karnabahar = κουνουπίδι (πιθ. αρχ. ελλ. κράμβη + περσ. behar (= άνοιξη) > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι σύνθετη, ελληνική και περσική).
karnabit = κουνουπίδι (πιθ. αρχ. ελλ. κράμβη + περσ. behar (= άνοιξη) > αραβ. karnabid > τουρκ., οπότε το νεοελληνικό καρναμπίτι είναι εν μέρει αντιδάνειο).
kart = κάρτα (αντιδ. αρχ. ελλ. χάρτης > ιταλ. carta, γαλλ. carte > τουρκ., νεοελλ.).
kartograf = χαρτογράφος (μετγν. ελλ. > γαλλ. cartographe > τουρκ.).
kartografi = χαρτογραφία (ελλ. > γαλλ. cartographie > τουρκ.).
kartografik = χαρτογραφικός (ελλ. > γαλλ. cartographique > τουρκ.).
karton = χαρτόνι (αντιδ. αρχ. ελλ. χάρτης > ιταλ. cartone, γαλλ. carton > τουρκ., νεοελλ.).
kaşeksi = καχεξία (αρχ. ελλ. > γαλλ. cachexie > τουρκ.).
katabolizma = καταβολισμός (ελλ. > catabolisme > τουρκ.).
katafot = αντιφέγγισμα (αρχ. ελλ. κατά + φως > γαλλ. cataphote > τουρκ.).
katakofti = είδος ρυθμού στην κλασική τουρκική μουσική (νεοελλ. κατά + κοφτός > τουρκ.).
katakomp = κατακόμβη (αντιδ. μετγν. ελλ. κατακούμβαι > γαλλ. catacombe > τουρκ., νεοελλ.).
katalepsi = καταληψία (ελλ. > γαλλ. catalepsie > τουρκ.).
katalitik = καταλυτικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. catalytique > τουρκ.).
kataliz = κατάλυση (χημ.) (αρχ. ελλ. > γαλλ. catalyse > τουρκ.).
katalog = κατάλογος (αρχ. ελλ. > γαλλ. catalogue > τουρκ.).
katarakt = καταρράκτης (αρχ. ελλ. > γαλλ. cataracte > τουρκ.).
katavaşya = η κατάβαση των αποδημητικών ψαριών από τον Ε. Πόντο στη Μεσόγειο, αντίθ. του anavaşya, βλ. λέξη (αρχ. ελλ. κατάβασις > μεσν. ελλ. καταβάσιον > τουρκ.).
katedral = καθεδρικός (αρχ. ελλ. καθέδρα + γαλλ. –al > γαλλ. cathédrale > τουρκ.).
kategori = κατηγορία (αρχ. ελλ. > γαλλ. catégorie > τουρκ.).
kategorik = κατηγορηματικός (ελλ. > γαλλ. catégorique > τουρκ.).
katolik = καθολικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. catholique > τουρκ.).
katot = κάθοδος (αρνητικό ηλεκτρόδιο) (αρχ. ελλ. > γαλλ. cathode > τουρκ.).
katyon = κατιόν (αρχ. ελλ. > γαλλ. cation > τουρκ.).
kavanoz = γαβάθα (μετγν. ελλ. γάβαθον, σημιτικό δάνειο > μεσν. ελλ. *γαβάθα, από το υποκορ. γαβάθιν > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας είναι ελληνική η λέξη).
kavkı = καυκί, καύκαλο (μετγν. ελλ. καύκος > μετγν. ελλ. καυκίον > τουρκ.).
kefal = κέφαλος (ιχθ.) (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
kemer = κεμέρι, δερμάτινο ζωνάρι || καμάρα (αρχ. ελλ. καμάρα, αβέβ. ετύμου > περσ. > τουρκ.).

kemere = δοκάρι στο κατάστρωμα του πλοίου (μετγν. ελλ. καμάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. καμάρα, αβέβ. ετύμου > μεσν. ελλ. καμάριν > τουρκ.).
kemoterapi = χημειοθεραπεία (ελλ. > γαλλ. chimiothérapie > τουρκ.).
kenevir = κάνναβη, καννάβι (αρχ. ελλ. κάνναβις, αβέβ. ετύμου > νεοελλ. καννάβι > τουρκ.).

kepbastı = είδος μεγάλου διπλού αλιευτικού διχτυού (νεοελλ. σκεπαστή > τουρκ.).
kerata = κερατάς (μεσν. ελλ. κέρατον > τουρκ.).
kerevet = κρεβάτι, ντιβάνι (μετγν. ελλ. κραβάτιον, υποκορ. του κράβατος, αβέβ. ετύμου > μεσν. ελλ. κρεβάτιον > τουρκ.).
kerevides, kerevit, karavide = καραβίδα (μετγν. ελλ. καραβίς > τουρκ.).
kerkenez = κιρκινέζι, αρπακτικό πουλί (πιθ. αρχ. ελλ. κίρκος > τουρκ. > νεοελλ., οπότε είναι αντιδάνειο).
kestane = κάστανο (μετγν. ελλ. > τουρκ.).
ketenpere (argo) = απάτη, αισχροκέρδεια (αρχ. ελλ. κατά + πέρας > τουρκ.).
keylûs = βλ. kilüs
keymus = βλ. kimüs
kılıf = θήκη, κυρίως μαχαιριού (αρχ. ελλ. κελύφιον, υποκορ. του κέλυφος > αραβ. > τουρκ.).
kırat = καράτι (αντιδ. αρχ. ελλ. κεράτιον > λατ. carratus > αγγλ. carrat > τουρκ., νεοελλ.).
kırtasiye = χαρτικά είδη (αρχ. ελλ. χάρτης + αραβ. –siyye > τουρκ.).
kibernetik = κυβερνητική (ελλ. > τουρκ.).
kiklotron = κύκλοτρο (ελλ. > τουρκ.).
kilise = εκκλησία (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
kilit = κλειδί (αρχ. ελλ. κλειδίον > περσ. > τουρκ.).
kilo = κιλό (αντιδ. ελλ. χιλιόγραμμο > γαλλ. kilo-gramme > τουρκ., νεοελλ.).
kilogram = χιλιόγραμμο (ελλ. χιλιόγραμμο > γαλλ. kilogramme > τουρκ.).
kilometre = χιλιόμετρο (ελλ. > γαλλ. kilomètre > τουρκ.).
kilüs = χυλός (ανατ.) (αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.).
kimyon = κύμινο (αρχ. ελλ. κύμινον, σημιτικό δάνειο > τουρκ.).
kimüs = χυμός (ανατ.) (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
kinematik = κινηματική (ελλ. > γαλλ. cinématique > τουρκ.).
kinetik = κινητική (αρχ. ελλ. > γαλλ. cinétique > τουρκ.).
kinik = κυνικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. cynique > τουρκ.).
kinizm, sinizm = κυνισμός (μετγν. ελλ. > γαλλ. cynisme > τουρκ.).
kiraz = κεράσι (μετγν. ελλ. κεράσιον > τουρκ.).
kiremit = κεραμίδι (μετγν. ελλ. κεραμίδιον > τουρκ.).
kirizma, kirizme = βαθύ σκάψιμο, “γύρισμα” (μεσν. ελλ. γύρισμα > τουρκ.).
kist = κύστη (αρχ. ελλ. κύστις > γαλλ. kyste > τουρκ.).
kitara = βλ. gitar
kiyanus = κυάνιο (ελλ. > τουρκ.).
kleptoman = κλεπτομανής (νεοελλ. > γαλλ. kleptomane > τουρκ.).
kleptomani = κλεπτομανία (νεοελλ. > γαλλ. kleptomanie > τουρκ.).
klima = κλιματιστικό μηχάνημα (αρχ. ελλ. κλίμα > γαλλ. climat (= κλίμα) > τουρκ.).
klimatoloji = κλιματολογία (ελλ. > γαλλ. climatologie > τουρκ.).
klimatolojik = κλιματολογικός (ελλ. > γαλλ. climatologique > τουρκ.).
klinik = κλινική (ουσ.), κλινικός (επιθ.) (αντιδ. μετγν. ελλ. κλινικός > γαλλ. clinique > τουρκ., νεοελλ.).
klitoris = κλειτορίδα (μετγν. ελλ. κλειτορίς > γαλλ. clitoris > τουρκ.).
klor = χλώριο (αντιδ. αρχ. ελλ. χλωρός > γαλλ. chlore > νεοελλ., τουρκ.).
klorofil = χλωροφύλλη (ελλ. > γαλλ. chlorophylle > τουρκ.).
kloroform = χλωροφόρμιο (αρχ. ελλ. χλωρός + γαλλ. –forme > γαλλ. chloroforme > τουρκ.).
kloroplâst = βλ. kloroplast
kloroplast = χλωροπλάστης (ελλ. > γαλλ. chloroplaste > τουρκ.).
kloroz = χλώρωση (ελλ. > γαλλ. chlorose > τουρκ.).
koçan = κοτσάνι (αρχ. ελλ. κόπτω > *κοψάνιον, υποκορ. του *κόψανον > νεοελλ. κοτσάνι > τουρκ. Κατ’ άλλη άποψη η λέξη είναι σλαβικής αρχής).
kof = κούφιος (αρχ. ελλ. κούφος (= κενός) > μεσν. ελλ. κούφιος > τουρκ.).
kola = κόλλα (αρχ. ελλ. κόλλα > ιταλ. colla > τουρκ.).
koledok = χοληδόχος (μετγ. ελλ. > γαλλ. cholédoque > τουρκ.).
kolera = χολέρα (αρχ. ελλ. χολή + –έρα > γαλλ. choléra > τουρκ.).
kolesterol = χοληστερόλη (ελλ. > γαλλ. cholestérol > τουρκ.).
kolik = κωλικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. colique > τουρκ.).
kolon = κόλον, τμήμα του παχέος εντέρου (αρχ. ελλ. κόλον, αγν. ετύμου > γαλλ. côlon > τουρκ.).
kolyoz = κολοιός (αρχ. ελλ. > τουρκ.).
koma = κώμα (αρχ. ελλ. κώμα > γαλλ. coma > τουρκ.) || πυθαγόρειο κόμμα (μουσ.) (αρχ. ελλ. κόμμα > τουρκ.).
komedi, komedya = κωμωδία (αρχ. ελλ. > γαλλ. comédie, ιταλ. comédia > τουρκ.).
komik = κωμικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. comique > τουρκ.).
koni = κώνος (αρχ. ελλ. > γαλλ. cône > τουρκ.).
konik = κωνικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. conique > τουρκ.).
kopanaki = εργαλείο κεντήματος (νεοελλ. > τουρκ.).
koral = χορικό εκκλησιαστικό άσμα (αρχ. ελλ. χορός + γαλλ. –al > γαλλ. choral > τουρκ.).
koregraf = χορογράφος (ελλ. > γαλλ. chorégraphe > τουρκ.).
koregrafi = χορογραφία (ελλ. > γαλλ. chorégraphie > τουρκ.).
koro = χορωδία (αρχ. ελλ. χορός > ιταλ. coro > τουρκ.).
kosmos = βλ. kozmos
kostik = καυστικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. caustique > τουρκ.).
kozmetik = κοσμητικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmétique > τουρκ.).
kozmik = κοσμικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmique > τουρκ.).
kozmogoni = κοσμογονία (μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmogonie > τουρκ.).
kozmogonik = κοσμογονικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmogonique > τουρκ.).
kozmografya = κοσμογραφία (αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmographie > τουρκ.).
kozmoloji = κοσμολογία (ελλ. > γαλλ. cosmologie > τουρκ.).
kozmolojik = κοσμολογικός (μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmologique > τουρκ.).
kozmonot = κοσμοναύτης (ελλ. > γαλλ. cosmonaute > τουρκ.).
kozmopolit = κοσμοπολίτης (μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmopolite > τουρκ.).
kozmos = κόσμος, σύμπαν (αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmos > τουρκ.).
köknar = κουκουναριά (νεοελλ. > τουρκ.).
körfez = κόλπος (γεωγ.) (αρχ. ελλ. κόλπος > μετγν. ελλ. κόλφος > μεσν. ελλ. κόρφος > τουρκ.).
krater = κρατήρας (αρχ. ελλ. κρατήρ > γαλλ. cratère > τουρκ.).
kriko = ανυψωτήρας, γρύλλος (αρχ. ελλ. κρίκος > ιταλ. cricco > τουρκ.).
kripton = κρυπτόν (χημ.) (αντιδ. αρχ. ελλ. κρυπτόν > γαλλ. krypton > νεοελλ., τουρκ.).
kristal = κρύσταλλο (αρχ. ελλ. κρύσταλλος > γαλλ. cristal > τουρκ.).
kristaloit = κρυσταλλοειδής (μετγν. ελλ > γαλλ. cristalloïde > τουρκ.).
kriter = κριτήριο (αρχ. ελλ > γαλλ. critère > τουρκ.).
kritik = κριτική, κριτικός, κρίσιμος (αρχ. ελλ > γαλλ. critique > τουρκ.).
kritisizm = κριτικισμός (ελλ > γαλλ. criticisme > τουρκ.).
kriyoskopi = κρυοσκοπία (ελλ > γαλλ. cryoscopie > τουρκ.).
kriz = κρίση (αρχ. ελλ > γαλλ. crise > τουρκ.).
krizalit = χρυσαλλίδα (αρχ. ελλ > γαλλ. chrysalide > τουρκ.).
krizantem = χρυσάνθεμο (μετγν. ελλ > γαλλ. chrysanthème > τουρκ.).
krokodil = κροκόδειλος (αρχ. ελλ. > γαλλ. crocodile > τουρκ.).
krom = χρώμιο (χημ.) (αντιδ. αρχ. ελλ. χρώμα > γαλλ. chrome > νεοελλ., τουρκ.).
kromatik = χρωματικός (μετγν. ελλ > γαλλ. chromatique > τουρκ.).
kromoplâst = βλ. kromoplast
kromoplast = χρωμοπλάστης (ελλ > γαλλ. chromoplaste > τουρκ.).
kromosfer = χρωμόσφαιρα (ελλ > γαλλ. chromosphère > τουρκ.).
kromozom = χρωμόσωμα (ελλ > γαλλ. chromosome > τουρκ.).
kronaksi = χροναξία (ελλ > γαλλ. chronaxie > τουρκ.).
kronik = χρονικό, χρόνιο (μετγν. ελλ. χρονικός > γαλλ. chronique > τουρκ.).
kronograf = χρονογράφος (μετγν. ελλ. > γαλλ. choronographe > τουρκ.).
kronoloji = χρονολογία (μετγν. ελλ. > γαλλ. chronologie > τουρκ.).
kronolojik = χρονολογικός (νεοελλ. > γαλλ. chronologique > τουρκ.).
kronometre = χρονόμετρο (ελλ. > γαλλ. chronomètre > τουρκ.).
ksenofobi = ξενοφοβία (ελλ. > γαλλ. xénophobie > τουρκ.).
ksenon = ξένον (χημ.) (αντιδ. αρχ. ελλ. ξένος > γαλλ. xénon > νεοελλ., τουρκ.).
ksilofon = ξυλόφωνο (ελλ. > γαλλ. xylophone > τουρκ.).
kuka = κουβάρι κλωστής || ρίζα ινδοκάρυδου (αρχ. ελλ. κόκκος > τουρκ.).
kukumav (kuşu) = κουκουβάγια (μεσν. ελλ. κουκουβάγια, κουκουβάια, από τη φωνή κουκουβάου > τουρκ.).
kulübe = καλύβα (αρχ. ελλ. καλύβη > περσ. > τουρκ.).
kundak = το ξύλινο τμήμα των τουφεκιών (αρχ. ελλ. κοντός (= κοντάρι) > μεσν. ελλ. κοντάκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κόνταξ > τουρκ.).
kundura = κουντούρα, παπούτσια πρόχειρα (κοντή ουρά > μεσν. ελλ. κόντουρος > κούντουρος> τουρκ. Κατ’ άλλη άποψη η λέξη είναι τουρκική. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική).
kup = κοπή ενδύματος, σχήμα προερχόμενο από κοπή (αρχ. ελλ. κόλαφος > γαλλ. coupe > τουρκ.).
kurna = γούρνα (μεσν. ελλ. γρώνη > γούρνα > τουρκ.).
kutu = κουτί (αρχ. ελλ. κύτος > *κυτίον > μεσν. ελλ. κουτί > τουρκ.).
küb = βλ. küp
kübik = κυβικός (αρχ. ελλ. > γαλλ. cubique > τουρκ.).
kübizm = κυβισμός (μετγν. ελλ. > γαλλ. cubisme > τουρκ.).
küfe = κοφίνι (αρχ. ελλ. κόφινος > νεοελλ. κούφα, κόφα > τουρκ.).
külüstür = παλιό, ερειπωμένο, εγκαταλελειμμένο (μετγν. ελλ. κυλίστρα (= χώρος όπου κυλιούνται τα ζώα) > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική).
küme = σωρός, σύνολο, ομάδα (αρχ. ελλ. κυώ (= φουσκώνω, πβ. κύηση) >αρχ. ελλ. κύμα > αραβ. > τουρκ.).
kümes = ορνιθώνας, κοτέτσι (μετγν. ελλ. κουμάσιον > τουρκ.).
küp = κύβος (αρχ. ελλ. > γαλλ. cube > τουρκ.).
küpeşte = κουπαστή (μετγν. ελλ. έγκωπον (= τα πλάγια μέρη του πλοίου) > *εγκωπαστή > νεοελλ. κουπαστή > τουρκ.).